Πέμπτη 18 Νοεμβρίου 2010

17η Νοέμβρη

«Μαμά ζούσες εσύ όταν έγινε το Πολυτεχνείο; Το θυμάσαι;» Αμάν ερώτηση… ειπωμένη με τόνους θαυμασμού, σα να σε ρωτάνε «όταν ήσουνα μικρή έκανες παρέα με δεινόσαυρους;», ή «τον είχες γνωρίσει τον Κολοκοτρώνη;»…

Φυσικά και ζούσα! Φυσικά και θυμάμαι! Ημουν 8 χρόνων, και ένιωθα τα πράγματα γύρω μου πολύ έντονα, ζούσα σε μία αρκετά πολιτικοποιημένη «δημοκρατική» οικογένεια, που άκουγε πολύ ραδιόφωνο, συζητούσε διακαώς για την πολιτική, και άκουγε «απαγορευμένα» τραγούδια. Μεγάλωσα με Θεοδωράκη και Σαββόπουλο, με μόνιμη την παραίνεση στ’ αυτιά μου «μην τα τραγουδάς αυτά έξω από το σπίτι μας, γιατί…» Βέβαια εγώ παρασυρόμουν, και όταν την πρώτη ημέρα της πρώτης δημοτικού (1972) μας είπε η δασκάλα να τραγουδήσουμε το αγαπημένο μας τραγουδάκι, εγώ περιχαρής σήκωσα το χέρι μου και είπα το «ένα το χελιδόνι κι η άνοιξη ακριβή»… και η δασκάλα κοκκίνισε, με ευχαρίστησε γρήγορα-γρήγορα, και ασχολήθηκε με το διπλανό παιδάκι!!!

Η ημέρα – ή μάλλον οι ημέρες – της εξέγερσης του Πολυτεχνείου έχουν εγγραφεί βαθιά μέσα μου, και όταν έρχεται Νοέμβριος σαν να χτυπάει μέσα μου ένα παράξενο καμπανάκι, που φέρνει μνήμες. Όχι μόνο παιδικές, του «τόοοτε», αλλά και μετά, τις πρώτες πορείες στην εφηβεία μου, όταν δεν ήταν επίσημη σχολική γιορτή και κάναμε αποχή, και η τάξη μάζευε λεφτά για να αγοράσει λουλούδια για να πάμε στο Πολυτεχνείο, «κρυφά» κάποιοι από τους γονείς μας. Θυμάμαι αφιερώματα εφημερίδων, κουβέντες φίλων μεγαλύτερων, συζητήσεις επί συζητήσεων, αναμνήσεις διαφόρων γνωστών που η κάθε μία συνέθετε μέσα μου πιο ολοκληρωμένο το παζλ της εικόνας … Μετά ήρθε η οργάνωση (η γνωστή, η «τρομοκρατική») που στο όνομα της δημοκρατίας και της «ταξικής πάλης» σκότωνε ανθρώπους, κάτι που ενώ θεωρητικά μπορεί να με έβρισκε έως και σύμφωνη, ηθικά όμως δεν το σήκωνε η ψυχή μου, μια που πάντα πίστευα ότι η ζωή και ο θάνατος δεν είναι αρμοδιότητα των ανθρώπων…

Μετά το όλο πράγμα ξέφυγε, και η πορεία μετατράπηκε σε άλλοθι τυφλής καταστροφικότητας, καθιερώθηκε σαν επίσημη αργία στα σχολεία (σαν την 25η Μαρτίου και την 28η Οκτωβρίου ένα πράγμα, μόνο που δεν ζητείται από τα παιδιά να φοράνε εθνικές στολές!) με τις γνωστές συνέπειες. Δεν ήθελα πια να βρίσκομαι στην Αθήνα, ούτε να πλησιάζω το κέντρο στις 17 του Νοέμβρη. Μία χρονιά μάλιστα το έσκασα τελευταία στιγμή και πήγα να μείνω στη Μονή Οσίου Λουκά τις ημέρες εκείνες – μακριά από κραυγές, φωτιές, κενά συνθήματα, και ΜΜΕ – με τις μπογιές και τα πινέλα μου. Και πάλι, οι εμπειρίες που έζησα εκεί χαράχτηκαν μέσα μου… (αλλά αυτή είναι μία άλλη πλέον ιστορία).

Και φτάνουμε στην επίμαχη 17η Νοέμβρη, πριν 11 χρόνια… Μόνη στο σπίτι με τη μικρούλα μου κόρη, αλλά δεν έχω διάθεση να παίξω. Πονάει η μέση μου και η ψυχή μου, και δυσκολεύομαι να σηκωθώ από το κρεββάτι. Η μικρή μόνη της στο σαλόνι τραγουδάει κάτι μάλλον λυπητερό, δικό της. Απόηχοι της επικαιρότητας φτάνουν στη συνειδητότητά μου, ότι δηλαδή η πορεία του Πολυτεχνείου «αναβλήθηκε» επειδή ήρθε ο Κλίντον στην Αθήνα, για να του δείξουμε το «καλό πρόσωπο» της Αθήνας (τι ειρωνεία, θεέ μου!) Σε δύο εβδομάδες, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, θα γεννούσα τη δεύτερη κόρη μου, και μία από τις αγωνίες μου ήταν τι θα γινόταν με τη «μεγάλη», που μέχρι εκείνη την ώρα δεν είχε κοιμηθεί ποτέ μακριά μου. Συνεννοήθηκα, λοιπόν, με τα πεθερικά μου να την πάρουν μία μέρα και μία νύχτα δοκιμαστικά στο σπίτι τους, να δούμε πώς θα αντιδράσει, πώς θα το πάρει, σαν πείραμα, σαν πρόβα τζενεράλε για τις ημέρες που θα γεννούσα… Ηρθαν οι άνθρωποι αργά το πρωί, η μικρή έφυγε μαζί τους μάλλον θλιμμένη, κι εγώ έμεινα στο κρεββάτι με τους πόνους μου. Θυμάμαι την παρατεταμένη μοναξιά και τη θλίψη εκείνης της ημέρας (ο τότε σύζυγος έλειπε για δουλειά και θα γυρνούσε αργά το απόγευμα) και τις προσπάθειες να βολευτώ κάπως στο κρεββάτι μήπως και με πάρει ο ύπνος (που ήταν πάντα το ισχυρότερο αναλγητικό ψυχής και σώματος για μένα). Πήρα τηλέφωνο τη γιατρό μου, και μου σύστησε να πάρω μία άρνικα, βασιζόμενη στην περιγραφή μου του πόνου. Ο πατέρας μου (παρά τη δυσπιστία του σε οτιδήποτε εναλλακτικό) μου έφερε μία κάψουλα, αλλά δεν βοήθησε. Όταν πλέον γύρισε ο σύζυγος αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τη γιατρό μου, η οποία μας είπε ότι επειδή ήταν στο μαιευτήριο, και το μαιευτήριο ήταν πιο κοντά στο σπίτι μας από το ιατρείο της, να πάμε κατευθείαν εκεί να με εξετάσει. Η Παπανικολή είχε απίστευτη κίνηση και ψιλόβρεχε.

Φτάσαμε, και με πήγε κατευθείαν στον υπέρηχο. «Ατακτη η μικρούλα», μου είπε. «Αν είναι αυτό που νομίζω, μας φυλάει μία έκπληξη απόψε». Το μαντέψατε… Οι πόνοι ήταν ωδίνες τοκετού χαμηλής έντασης, κι εγώ ήμουν ήδη εξαντλημένη σωματικά και ψυχικά. Και μετά από συσκεψούλα μισής ώρας αποφασίσαμε ομόφωνα και οι τέσσερεις (εγώ, ο σύζυγος, η γιατρός, και η μαία) χωρίς την σύμφωνη γνώμη της κυοφορούμενης ενδιαφερόμενης, να πάμε για καισαρική.

Ηταν μάλλον η πιο ευχάριστη γέννα της ζωής μου: με μία ευαίσθητη και σούπερ αναισθησιολόγο, με μία υπέροχη γιατρό, με μία σίγουρη και στιβαρή μαία, και με έναν βοηθό χειρουργείου που τραγουδούσε «δυό πράσινα μάτια με μπλέ βλεφαρίδες», «μια ωραία πεταλούδα» και κάτι άλλα ποδοσφαιρικά… με την επισκληρίδιο ήμουν εναργής και παρούσα σε όλα τα τεκταινόμενα του χειρουργείου, και με το που βγήκε το μωρό το είδα και η μαία το έβαλε στην αγκαλιά μου. Απίστευτη συγκίνηση ανάμεσα σε όλους μας. Δάκρυσα. Εξυπνο πλάσμα, βρήκε αμέσως τη θηλή και άρχισε να θηλάζει, την ώρα που η γιατρός με τους βοηθούς της έκαναν υψηλή ραπτική στην κοιλιά μου. Κάποια στιγμή την κοίταξα πάνω από το σεντόνι παραβάν: το πρόσωπό της ήταν απίστευτα σοβαρό και συγκεντρωμένο – μέχρι σήμερα δεν έχω ξαναδεί τέτοια συγκέντρωση σε πρόσωπο – ολότελα δοσμένο σε αυτό που έκανε. Ενιωσα ευγνωμοσύνη και σιγουριά. Και πάλι μία βαθειά συγκίνηση. Η εγχείριση τελείωσε, και ήρθε η ώρα να πάω στην περίφημη «αίθουσα ανάνηψης», μία κρύα αίθουσα με φώτα φθορισμού όπου παρκάρονται οι γυναίκες μετά τον τοκετό τους πριν μεταφερθούν στο δωμάτιο. Φρικτός χώρος, εφιαλτικός, που σε χωρίζουν από το μωρό που μόλις βγήκε από μέσα σου, και συνήθως υπάρχουν κάμποσες γυναίκες με την ίδια ψυχική σύγχυση, φοβισμένες, πονεμένες... Εκείνο το βράδυ ήμουν μόνη, ευτυχώς. Δεν πέρασαν τρία λεπτά και μπαίνει μέσα η γιατρός μου με συνωμοτικό ύφος, κρατώντας ένα μπογαλάκι. Το ξετυλίγει, και μου το δίνει – το μωρό! Τους την έκλεψα, μου λέει, νομίζω πως πεινάει και σε θέλει. Σαν φυσιολογικό μωρό, προσθέτει. Ανασηκώθηκα και τη θήλασα για λίγο. Η γιατρός έκατσε μαζί μου για παρέα μέχρι που κάποιος ήρθε και είπε ότι είχε έρθει η ώρα να ανέβω στο δωμάτιο και ότι έψαχναν το μωρό (!!!). Μου έκλεισε το μάτι, πήρε τη μικρή, κι έφυγε.

Ανέβηκα στο δωμάτιο χαρούμενη και χαλαρή. Κοιμήθηκα γλυκά, και ξύπνησα με τη μικρούλα στο στήθος μου. Υπήρχε ρητή εντολή κάθε φορά που ξυπνούσε να μου την φέρνουν να τη θηλάσω – δεν χρειάστηκε να δώσω ξανά την ίδια μάχη, εδώ είχα ισχυρούς συμμάχους: εντολή γιατρού, και τα σκυλιά δεμένα. Η νεαρά ήταν ήρεμη, ψηλή και λεπτή, μαυρομαλλούσα. Κάποιος επισκέπτης ρώτησε την κλασσική ερώτηση «σε ποιόν μοιάζει». Δεν μου έμοιαζε με κανέναν της οικογένειας, αλλά μου θύμιζε κάτι άλλο: «σε έναν αρχαίο κινέζο φιλόσοφο» του απάντησα (και δεν χρειάζεται να σας πω πώς με κοίταξε!)

Στο μεταξύ η Αθήνα καιγόταν, επ’ αφορμή του αμερικανού προέδρου - βρήκε τη μέρα κι αυτός ο χριστιανός να κάνει επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα (ως γνωστόν οι αμερικάνοι είναι και ολίγον ανιστόρητοι)! Οπότε χάθηκε η ευκαιρία να «φανεί το καλό μας πρόσωπο» (όποιο κι αν ήταν αυτό) στον ξένο επισκέπτη. Ηταν η μέρα Τρίτη, και η πορεία μετατέθηκε για το Σαββατοκύριακο. ..

Ετσι η 17η Νοέμβρη γιορτάζεται πλέον στο σπίτι μας με τούρτες, φίλους, και κεράκια. Και οι μεγαλύτεροι εδωμέσα αναρωτιόμαστε «τι θα γίνει όταν μεγαλώσει» αυτό το παιδί – που συνελήφθη την Ημέρα της Γυναίκας και γεννήθηκε την Ημέρα του Πολυτεχνείου, με μία αύρα υπόπτου χρώματος: ίντιγκο, τουτέστιν λουλακί…

Τετάρτη 3 Νοεμβρίου 2010

"Μαμά, φτάνει πια η παπαγαλία!"

Είναι ο τίτλος ενός βιβλίου που τράβηξε το μάτι μου πρόσφατα, και το αγόρασα, και το διάβασα μονορούφι! Ο συγγραφέας του, Δημήτρης Σφακιανάκης, είναι ένας από εκείνους τους έξυπνους και συνειδητοποιημένους εκπαιδευτικούς, που εστιάζεται στο νούμερο ένα (κατ’ εμέ) πρόβλημα του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος: την αποστήθιση.

Το διάβασα κι ενθουσιάστηκα. Οχι επειδή μου είπε κάτι καινούργιο, αλλά επειδή λέει αυτό που χρόνια (από μαθήτρια!) θεωρώ απολύτως αυτονόητο, και αναρωτιέμαι γιατί είμαι η μοναδική που το στηλιτεύει κάθε τόσο σε γνωστούς, φίλους, συναδέλφους, ακόμα και σε αγνώστους στο λεωφορείο, γενομένης συζητήσεως! Τώρα πια, στο δημοτικό (όπου φοιτούν δύο από τα παιδιά μου) οι δάσκαλοι αρνούνται ότι ζητούν το μάθημα «απέξω». Αρνούνται, είναι μια κουβέντα, βέβαια. Το παιδί που λέει «απέξω» το μάθημα πάντα επιβραβεύεται έναντι του παιδιού που «κομπιάζει» ή λέει «λιγότερα»…

Πριν λίγες μέρες είπα να ρωτήσω τη μικρή μου κόρη (έκτη δημοτικού, αισίως) τι είχαν στην ιστορία. Δεν είχα σκοπό ούτε το βιβλίο της να ανοίξω, ούτε να την ελέγξω, ήθελα απλά να δω τη δική της στάση απέναντι στο μάθημα. Ο χαρακτήρας της είναι τέτοιος που δεν θα της επέτρεπε να πάει «αδιάβαστη» σχολείο, οπότε το θέμα δεν ήταν εάν είχε διαβάσει ή όχι – αναρωτιόμουν όμως πώς «καθόταν» μέσα της το συγκεκριμένο μάθημα. Κατά καιρούς κάνω τέτοιες συζητήσεις με τα παιδιά, ακριβώς για να ανιχνεύσω ενδιαφέροντα, αρέσκειες και απαρέσκειες, δυσκολίες, σχέσεις με βιβλία και δασκάλες…

Η «αθώα» μου ερώτηση άνοιξε ένα κουτί τύπου Πανδώρας. «Α, μαμά, το έμαθα τέλεια. Δυό παραγράφους είχαμε! Να στις πω;» Ανυποψίαστη, εγώ, λέω ναι. Και αρχίζει. «Οι σκλαβωμένοι Ελληνες… μπλά, μπλά, μπλά…» Κανονική απαγγελία πεζού, σε κάποιες φράσεις μάλιστα μου θύμισε παπά που μουρμουρίζει και τρώει μερικές συλλαβές από τα «κύριε ελέησον» του. Για κάποιο λόγο ένιωσα σαν να με χαστούκισε. Ζήτησα συγγνώμη και τη διέκοψα. Τι σημαίνει σκλαβωμένοι; Τη ρωτάω. Από ποιόν σκλαβώθηκαν; Για πόσον καιρό; Πότε έγιναν όλα αυτά; Δεν θα επαναλάβω τις απαντήσεις… Με σόκαρε η ασάφεια και η σύγχυση σχετικά με τα ιστορικά γεγονότα και τις έννοιες, η έλλειψη αίσθησης του ιστορικού χρόνου, τελικά μάλλον με σόκαρε η παπαγαλία και η έλλειψη ουσιαστικής κατανόησης αυτών που διάβαζε.

Μετά από ερωτήσεις ολίγον «μαιευτικές» και «ιντριγκαριστικές» (πρέπει να πέρασε τουλάχιστον μία ώρα συζητώντας τις περίφημες «δύο παραγράφους») καταφέραμε να καταλάβει τα πώς, πότε, και για πόσο της επικράτησης της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στην περιοχή που σήμερα ονομάζουμε Ελλάδα, το τι σήμαινε αυτό για τους Ελληνες που ζούσαν υπό τον Οθωμανικό ζυγό… Αναγκάστηκα φυσικά να ανοίξω και το βιβλίο της, να δω τι λέει, να της συνδέσω όλα αυτά που λέγαμε και με το σχολικό της βιβλίο… Μπρρρ… Άλλο σοκ. Μου φάνηκε σαν άλλο ένα βιβλίο γραμμένο από μεγάλους για μεγάλους, περίεργα αποσπασματικό, ένα βιβλίο που θα ήταν υπέροχο εάν ήταν απλά βοηθητικό για το δάσκαλο ή τον μαθητή που θα ήθελε να εντρυφήσει περισσότερο στην ιστορία… Αυτή ήταν η εντύπωσή μου, και μπορεί να κάνω λάθος, φυσικά. Για να είμαι δίκαιη, υποσχέθηκα στον εαυτό μου να το πάρω να το διαβάσω μέσα στο Σαββατοκύριακο!

Το ζήτημα είναι ότι το παιδί μου βρήκε τον τρόπο της παπαγαλίας να «μαθαίνει» το μάθημα που δεν την ενδιέφερε (γιατί δεν την ενδιέφερε, άραγε; Ρωτάω εγώ… γιατί όταν ξεκίνησα να της λέω για τα χαμάμ, τα ρούχα, τα μεγάλα πανηγύρια, τους παραμυθάδες και τους πραματευτάδες που ταξίδευαν σε καραβάνια, τέντωσε τ’ αυτάκια της και μ’ άκουγε με ανοιχτό το στόμα!) και να «ξεμπερδεύει» μ’ αυτό… Ηξερε πολύ καλά ότι δεν επρόκειτο για «μάθηση», γιατί ξεχνούσε τα πάντα μία-δύο μέρες αργότερα, αλλά σκασίλα της. Κανείς δεν είχε φροντίσει να της εμπνεύσει το ενδιαφέρον ή την αγάπη για το συγκεκριμένο μάθημα… Της απέσπασα την υπόσχεση ότι όταν κάτι της φαίνεται πολύ βαρετό ή ανούσιο, να έρχεται να μου το λέει, μήπως και βρούμε έστω και ένα ψήγμα ενδιαφέροντος μαζί… Γιατί το μυαλό το κακοποιούμε όταν το βάζουμε να κάνει το φωτοτυπικό μηχάνημα μαθαίνοντας παπαγαλία, απέξω, από στήθους το μάθημά μας. Και τη διαβεβαίωσα ότι δεν με ενδιαφέρει εάν παίρνει καλούς ή κακούς βαθμούς, αρκεί να βάζει το μυαλό της να δουλεύει, αρκεί να μαθαίνει… Η αγκαλιά που μου έδωσε το βράδυ εκείνο άξιζε όλα τα 20 και τα «άριστα» όλου του κόσμου.

Εγώ υπήρξα μάλλον θύμα του συστήματος – με την έννοια ότι δεν είχα ποτέ την ικανότητα της αποστήθισης (μόνο τα έμμετρα μπορούσα να αποστηθίσω, αλλά και αυτά ποτέ «μηχανικά»), και έτσι δεν είχα ποτέ μου καλούς βαθμούς. Εγραψα σε προηγούμενη ανάρτηση ότι στις πανελλήνιες του 1982 είχα γράψει 5,5 στην Ιστορία – ο λόγος ήταν ότι παρότι είχα απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις εκτενώς (και σωστά!), τα είχα γράψει με δικά μου λόγια… Παρότι δεν ήμουν η πιο επιμελής μαθήτρια, η μνήμη μου συχνά εκπλήσσει, και μέχρι σήμερα θυμάμαι τα αρχαία και τα λατινικά και την ιστορία και τη γεωγραφία και τη λογοτεχνία που κάναμε στο σχολείο, ποτέ δεν είχα καταφέρει να βγάλω πάνω από 15,5 μέσο όρο. Και παρότι δεν κατάφερα να μπω σε ελληνικό πανεπιστήμιο, τελείωσα με άριστα μία «δύσκολη» σχολή ενός «καλού» ξένου πανεπιστημίου, όπου μπήκα με τις εξετάσεις που έδιναν οι ντόπιοι…

Αυτά θυμήθηκα καθώς διάβαζα το εξαιρετικό αυτό βιβλιαράκι. Αυτά θέλω να θυμάμαι όταν με πιάνει η ανασφάλεια του «τι θα γίνουν τα παιδιά μου που δεν διαβάζουν», και μπαίνω τόσο συχνά στον πειρασμό να κάνω κηρύγματα περί μελέτης και επιμέλειας, κτλ κτλ. Σκέφτομαι να πάρω δώρο το βιβλιαράκι αυτό στους δασκάλους των παιδιών μου. Κάποιοι, νομίζω, θα το διαβάσουν και θα νιώσουν να απελευθερώνονται. Κάποιοι ίσως το πάρουν στραβά, σαν έμμεση κατηγόρια. Κάποιοι θα το διαβάσουν και θα πουν, καλά τα λέει, εμείς όμως έχουμε να βγάλουμε την ύλη (και μαύρο φίδι πού ‘φαγε το δάσκαλο που δεν κατάφερε να βγάλει την ύλη, και τους μαθητές του που «έμειναν πίσω»…) Εγώ πάντως θα δοκιμάσω τη μικρή αυτή επένδυση, και ότι πιάσει!





Πέμπτη 28 Οκτωβρίου 2010

Οχι, όχι, όχι!

Τι γιορτάζουμε σήμερα; Το «όχι», λέει. «Δηλαδή;» «Ε, το ‘όχι’, τι δηλαδή;»

Με κλαρίνα στις πλατείες, σημαίες, παρέλαση παιδιών και στρατών (κατά το «τα στρατά των στρατών»), επισήμους σε περίοπτες θέσεις, πανηγυρικούς - και άλλους – λόγους, εθνικές στολές, κονφερανσιέ στο μικρόφωνο να μας θυμίζουν χούντα (να η ιστορία! ζωντανή μπροστά μας!). Και γιορτάζουμε το «όχι»…

Ουδέν νόημα όλα αυτά για τα ίδια τα παιδιά μας, που αν δεν το έχουν δει ανταγωνιστικά «ποιος θα σηκώσει τη σημαία», και εάν δεν έχουν εκβιαστεί για το βαθμό τους στη γυμναστική, και αν δεν το έχουν δει σαν μία ευκαιρία να κάνουν καζούρα ή παρέα ή γνωριμίες από άλλα σχολεία, δεν έχουν καμία διάθεση να συμμετέχουν. Οι μαθητικές παρελάσεις έγιναν θεσμός στην Ελλάδα με τον Ιωάννη Μεταξά, που ναι μεν είπε το περί ου ο λόγος «όχι» στους Ιταλούς (σιγά μην τολμούσε να πει «ναι», δηλαδή, θα τον έτρωγαν ζωντανό!) αλλά εάν δεν απατώμαι ήταν ο δικτάτορας εκείνος που προσπαθούσε να εμφυσήσει χιλτερικά ιδεώδη στη νεολαία της εποχής, με προτροπές του τύπου να καταδίδουν τους γονείς και φίλους τους στην αστυνομία για αντικαθεστωτικές ιδέες… Ο τύπος ήταν πολύ κοντά στο Χίτλερ και στον Μουσσολίνι, και ποιος ξέρει τι είδους χώρα επιθυμούσε – μέσα στα μύχια της ψυχής του – να κυβερνήσει.

Αλλά αυτά είναι παρελθόν, ιστορία – που ως γνωστόν γράφεται και ξαναγράφεται και παραγράφεται και ξεγράφεται και περιγράφεται από όποιον γουστάρει και έχει το κύρος να ακουστεί. Κάτι που ένα από τα παιδιά μου το είχε ψυλλιαστεί από νωρίς, και όλο με ρώταγε τι λένε οι Τούρκοι στα δικά τους βιβλία ιστορίας για μας (και τι να πώ; Δεν διάβασα ποτέ μου τούρκικα βιβλία. Απλά υποθέτω ότι θα λένε μια απ’ τα ίδια, και αυτό της είπα…) Εγώ πάλι θεωρώ ότι η ιστορία είναι κάτι σαν κινούμενη άμμος, και ομολογώ ότι ουδέποτε ήτανε το φόρτε μου - το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, εξάλλου, μου χάρισε ένα πανηγυρικό 5,5 στις πανελλήνιες, σε εποχή κιόλας που πίστευα αυτά που διάβαζα!

Εγώ το «όχι» σκέφτομαι. Που για να φτάσεις να πεις σε έναν επίδοξο κατακτητή ή καταπατητή των δικαιωμάτων σου το «όχι» πρέπει να έχεις κατακτήσει μέσα σου την ικανότητα να λες όχι σε πολλά άλλα πράγματα. Σε πολλά πράγματα που η κοινωνία σε πιέζει ασφυκτικά να πεις το «ναι» και να σκάσεις! Για να πεις «όχι» πρέπει να έχεις τσαγανό, άποψη, δύναμη, γνώση! Να ξέρεις τουλάχιστον τι δεν θέλεις, ακόμα και αν δεν ξέρεις ακριβώς τι θέλεις.

Γιορτάζουμε τελετουργικά το «όχι» του δικτάτορα, αλλά τα «όχι» των παιδιών μας τα παραβλέπουμε (λέμε «παιδιά είναι…» με ότι αυτό εννοεί και συνεπάγεται). Το δικό του «όχι» στον εκφοβισμό της εξουσίας το πλήρωσε με τη ζωή του ο Αλέξης Γρηγορόπουλος. Το απεγνωσμένο «όχι» που λένε τα παιδιά στο εκπαιδευτικό σύστημα με το περίφημο σύνδρομο ελλειμματικής προσοχής, το πληρώνουν με ειδικές συνεδρίες και φάρμακα που σκοτώνουν την φαντασία τους. Σε πιο ήπιους τόνους, τα τόσα «όχι» που λένε τα παιδιά (πάλι) στις προσπάθειες γονιών και δασκάλων να τα εντάξουν μέσα σε ένα σύστημα σκέψης και ιδεολογίας τα πνίγουμε με τιμωρίες και κυρώσεις και άρνηση της αγκαλιάς και της αποδοχής… Τα «τρομερά δίχρονα» γιατί λέγονται «τρομερά»; Απλά γιατί συνειδητοποιούν ότι έχουν τη δυνατότητα να λένε «όχι» και το λένε! Τα παιδιά που βγήκαν στους δρόμους μετά τη δολοφονία του Α. Γρηγορόπουλου τα είπαμε (εμείς οι μεγάλοι με τα ΜΜΕ μας και το κύρος του δικού μας «λόγου») τρομοκράτες, αναρχικούς, καταστροφείς της δημόσιας περιουσίας, και πλείστα όσα. «Όχι» έλεγαν κι αυτά, με τον δυναμισμό που προσιδιάζει στην ηλικία τους. Τα «όχι» των εφήβων κοριτσιών στον επικείμενο (ή επαπειλούμενο) βιασμό τους δεν λαμβάνονται υπόψη, σαν να μην αρθρώθηκαν ποτέ. Η άρνηση ενός φτωχού παιδιού που διαβάζει τα μαθήματά του πουλώντας σάμαλι σε δρόμο της Μέσης Ανατολής να φωτογραφηθεί δεν γίνεται σεβαστή – ο φωτογράφος έχει τη δυνατότητα να πάει απλά τριάντα μέτρα παρακάτω και να τη φωτογραφίσει με τον ακριβό του τηλεφακό (που κοστίζει 100 φορές το δίσκο με το σάμαλι) και φυσικά η φωτογραφία κάνει το γύρο του κόσμου. Παρά το «όχι» του παιδιού.

Τα «όχι» της ζωής μας δεν γιορτάζονται, δεν τιμώνται με παρελάσεις. Παραβιάζονται, καταπατούνται, αποσιωπούνται, τιμωρούνται. Το «όχι» που κάποτε είπε ο Μεταξάς στην εισβολή των Ιταλών ήταν ένα από τα μυριάδες εύλογα «όχι» που κατά καιρούς έχουν αρθρωθεί από ανθρώπους. Τι διδάσκουμε στα παιδιά μας όμως για τον πραγματικό ηρωισμό του να λες «όχι»;
Αφού εμείς πάντα «ναι» θέλουμε ν’ ακούμε…



Παρασκευή 17 Σεπτεμβρίου 2010

δημιουργικότητα...

πόσο συχνά βουτάμε τα χέρια μας στη μπογιά;

πόσο συχνά καθόμαστε σε κύκλο να πούμε παραμύθια; να τραγουδήσουμε; να παίξουμε θέατρο; ν' ακούσουμε ο ένας τον άλλον;

πόσο συχνά δίνουμε παραστάσεις για  τους φίλους μας;

Τετάρτη 15 Σεπτεμβρίου 2010

Υπάρχει Θεός; Ναι; Πού;

Εδώ και μερικά χρόνια ζητώ απαλλαγή από το μάθημα των θρησκευτικών για τη μεγάλη μου κόρη. Σκεπτόμενο και βαθιά θρησκευόμενο άτομο (για τη δική μου αντίληψη) είχε αρχίσει να «διαφωνεί» με το μάθημα των θρησκευτικών από νωρίς. Κάπου στην τρίτη δημοτικού είχε δει ένα βιβλίο για τις θρησκείες σε κάποια προθήκη βιβλιοπωλείου, και μου το ζήτησε. Ηταν ένα παιδικό βιβλίο για τις μεγάλες θρησκείες του κόσμου, χριστιανισμό, μωαμεθανισμό, ιουδαϊσμό, βουδδισμό και ινδουισμό. Το διάβαζε για καιρό εμβριθώς, αλλά δεν έκανε καμία κουβέντα γι αυτό. Την επόμενη χρονιά, κάπου στη μέση, ζήτησε απαλλαγή από τα θρησκευτικά, με το σκεπτικό ότι το βιβλίο του σχολείου δεν μιλούσε παρά μόνο για το χριστιανισμό, και παρότι κάποιο από τα τελευταία κεφάλαιά του αναφέρονταν και στις άλλες θρησκείες, βασικά τις έθαβε και έλεγε πόσο «ανώτερη» θρησκεία είναι ο χριστιανισμός, και δεν της άρεσε αυτή η προσέγγιση. Ούτε αυτό που συχνά λέγεται ή υπονοείται, ότι δηλαδή «θα σωθούν» μόνο οι χριστιανοί («δηλαδή από τι θα σωθούν;» και «δεν νομίζω ο Χριστός να έκανε τέτοιες διακρίσεις, εσύ τι λες;») Αντίθετα, της άρεσε πολύ (από το βιβλίο δηλαδή) ο βουδδισμός, και μ’ έβαζε και της έλεγα μία ιστορία που είχα βρεί για τη γέννηση και την απόδραση του Βούδδα από το πατρικό του παλάτι…

Στην πρώτη γυμνασίου τέθηκε πάλι το θέμα της απαλλαγής: ήθελε να δει τη θεολόγο του σχολείου, και μετά ν’ αποφασίσει. Γυρνώντας σπίτι μετά το πρώτο μάθημα θρησκευτικών της χρονιάς ήταν σίγουρη: «απαλλαγήηηη εδώ και τώρα!» Γιατί, παιδί μου; Γιατί είναι θεούσα και κολλημένη με το Χριστό, μου λέει.

Σήμερα πρώτη μέρα στο σχολείο έγινε, παραδοσιακά, ο αγιασμός. Ιερέας (ιερείς, στην προκειμένη περίπτωση), τραπέζι, σταυρός, εικόνες, βασιλικός, θυμιατό, μπωλάκι με νερό, και ψαλμωδίες. Επειδή μάλιστα το σχολείο είναι μουσικό, ψάλτες ήταν οι καθηγητές του σχολείου, και δεν υπήρχε η παραμικρή παραφωνία (για τους έχοντες μουσικά αυτιά οι παραφωνίες στην εκκλησία είναι σούπερ βασανιστήριο, ειδικά κάτι Μεγάλες Παρασκευές…) Τα παιδιά ψιθύριζαν μεταξύ τους, αντάλλασαν τηλέφωνα, αλλά γενικά ήταν «ήσυχα». Ηταν φανερό ότι η γενική ατμόσφαιρα μεταξύ των παιδιών κυμαινόταν από μία γενναιόδωρη ανοχή έως την απόλυτη αδιαφορία για τα τεκταινόμενα. Ο τελετουργός δεν έκανε κανένα σχόλιο (προς τιμήν του), αλλά διάβασε το «μήνυμα» του τοπικού μητροπολίτη. Εντυπωσιάστηκα. Ούτε λίγο ούτε πολύ έλεγε ότι δεν έχει νόημα να γίνεται υποχρεωτικός αγιασμός στα σχολεία («με εγκύκλιο του υπουργείου παιδείας») γιατί οι μαθητές δεν καταλαβαίνουν ούτε τα λόγια ούτε τις κινήσεις της τελετουργίας, οπότε η όλη τελετή δεν σημαίνει απολύτως τίποτα γι αυτούς. Ότι, λέει, θα προτιμούσε οι ιερείς «του» να μείνουν ήσυχοι στους ναούς τους, παρά να κάνουν κάτι που δεν έχει νόημα, και ότι αυτό που θα ήθελε θα ήταν να έρχονται αυτοβούλως τα σχολεία να ζητούν αγιασμό από τους ιερείς… Είπε κι άλλα, βέβαια, αλλά σε γενικές γραμμές ο λόγος του ήταν άμεσος, ειλικρινής, και σαφής, και χάρηκα που άκουγα τόσο συνετά λόγια από υψηλά ιστάμενο εκπρόσωπο του ιερατείου.

Γυρνώντας στο γραφείο, αντάλλαξα εντυπώσεις με συναδέλφους που επίσης είχαν παρακολουθήσει αγιασμούς. Οι ιερείς, μαζί με το μήνυμα του μητροπολίτη τους, είχαν και τα δικά τους σχόλια να προσθέσουν. Ενας, λέει, μίλησε για το πώς πρέπει να έχουμε φόβο, και μάλιστα αράδιασε και κάμποσα χωρία από τις Γραφές για να το «στηρίξει». Αυτό σε αγιασμό νηπιαγωγείου. Αλλος μίλησε για το σεβασμό που πρέπει να έχουν τα παιδιά στους μεγάλους, «γιατί αυτοί ξέρουν», και «είναι μεγάλοι». Αυτό ασχολίαστο, καλύτερα. Τα περισσότερα σχόλια, ευχές, και παραινέσεις μαρτυρούσαν ανθρώπους που ήταν εκτός τόπου, χρόνου και εκτός τρέχουσας πραγματικότητας. Μαρτυρούσαν ανθρώπους που είχαν ξωμείνει σε άλλες εποχές, άλλες νοοτροπίες, άλλες πρακτικές. Είχε και πλάκα, από μία άποψη: «κάντε ησυχία!» έλεγε ένας ιερέας στα παιδάκια του δημοτικού: «στο άλλο σχολείο που πήγα ήταν καλά τα παιδιά, εσείς εδώ είστε ζωηροί!» Κανείς δεν βρέθηκε να του σφυρίξει στο αυτί ότι κάνεις ησυχία για να ακούσεις κάτι που καταλαβαίνεις, άμα δεν καταλαβαίνεις χριστό απ’ αυτά που ακούς γιατί να κάνεις ησυχία; Η ότι τα φυσιολογικά παιδάκια είναι ζωηρά, ήγουν γεμάτα ζωή, όχι ψόφια (ήσυχα, αδιάφορα, φοβισμένα, δηλαδή «καλά»). Ότι οι φυσιολογικοί (και σκεπτόμενοι) άνθρωποι όταν δεν καταλαβαίνουν κάτι ρωτούν, ερευνούν, και δεν αφήνονται έρμαια του «έτσι πρέπει». Το σχολείο όπου λέχθηκαν τα παραπάνω ήταν το δημοτικό όπου φοιτούν τα δύο μικρά μου. Κανένα από τα δύο, ευτυχώς, δεν άκουσε λέξη σχεδόν. Όταν ρώτησα σχετικά, μου είπε ο νεαρός «ε, τι ήθελες να πει; Κάτι αρχαία, και ‘ησυχία παιδιά’. Αυτά.»

Καθώς μεγαλώνω συνειδητοποιώ όλο και περισσότερο την ανάγκη της ελευθερίας της συνείδησης, την ανάγκη να μένεις απερίσπαστος από δόγματα προκειμένου να βρείς το Θεό μέσα σου. Αν υπάρχει, είμαι πεπεισμένη ότι μόνο εκεί μπορείς να τον βρείς. Αμα δεν Τον (ή Την) αναζητήσεις εσύ, άμα δεν ψάξεις, δεν ερευνήσεις («ερευνάτε τας γραφάς» λέει η Αγία Γραφή) όλοι οι άλλοι Θεοί που σου σερβίρουν έτοιμους στο πιάτο (με γαρνίρισμα βυζαντινής ψαλμωδίας, ή με σημαιάκια και κουδουνάκια όπως στο Θιβέτ, ή όπως αλλιώς) παίζει να είναι και ψεύτικοι. Όχι με την έννοια ότι «δεν υπάρχουν» (υπάρχουν στις συνειδήσεις τόσων ανθρώπων, προφανώς) αλλά με την έννοια ότι δεν είναι «οι δικοί σου», δεν είναι η βαθιά προσωπική αλήθεια σου… Οπότε, η όποια «πίστη» που μπορεί να αποκτήσεις, θα βασίζεται είτε στον συμφεροντολογικό συναισθηματισμό (αγαπάς το Θεό επειδή σε βολεύει, ή θυμώνεις και αγανακτείς όταν δεν εισακούονται οι «προσευχές» σου, ή όταν συμβαίνουν άσχημα ή «άδικα» πράγματα, και διαλαλείς με πίκρα και πίκα ότι δεν υπάρχει), είτε στην ακαδημαϊκή γνώση που έρχεται από καθέδρας, οπότε κολλάς στο δόγμα, στο «γράμμα του νόμου» και γίνεσαι ηθικολόγος, επικριτικός, αλαζόνας, μισαλλόδοξος, κ.ο.κ.

Γνωρίζω πολλούς ανθρώπους και από τα δύο είδη. Ούτε οι μεν ούτε οι δε είναι ευτυχισμένοι πραγματικά, ούτε οι μεν ούτε οι δε έχουν αυτή τη βαθιά εσωτερική ειρήνη, τη χαρά της ζωής και το χιούμορ που διακρίνει τους – κατ’ εμέ, πάντα – πνευματικούς ανθρώπους.

Εχω την αίσθηση ότι τα μαθήματα των θρησκευτικών όπως γίνονται στα σχολεία (κατήχηση στην ορθόδοξη χριστιανική θρησκεία) παράγουν ανθρώπους που απλά πιστεύουν κάτι επειδή τους το είπαν κάποιες (θεωρούμενες) αυθεντίες – σα να λέμε, όπως πιστεύουμε σε ότι μας λένε οι ειδήσεις του τάδε ή του δείνα τηλεοπτικού καναλιού. Επειδή «αυτοί ξέρουν». Και τα σημερινά παιδιά αντιδρούν. Δεν αντέχουν τις αυθεντίες («γιατί να τους πιστέψω, δηλαδή; Τι τους κάνει πιο καλούς ανθρώπους; Κι αν υπάρχει Θεός, τι τους κάνει να είναι πιο κοντά Του από σένα κι από μένα;» ή, «τι να μας πει κι ο θεολόγος; Ολο για το ‘πνεύμα’ μας μιλάει, αλλά την σχολική ύλη είναι κολλημένος να βγάλουμε»). Και έχουν δίκιο!

Και, φυσικά, βαριούνται. Βαριούνται τα δεδομένα, τα κατεστημένα, γιατί κανείς δεν τους τα εξήγησε στη δική τους γλώσσα, οπότε δεν έχουν κανένα ανιχνεύσιμο νόημα... Είναι ξένα και «αρχαία».

Η μία κόρη νωρίς επέλεξε να μην κάνει θρησκευτικά, και να ξεχωρίσει από τους συμμαθητές της, άσχετα αν επισύρει σχόλια και συγκεκαλυμένη ειρωνία για το άτομό της και την οικογένεια από δασκάλους και άλλους γονείς. Μάλλον σκασίλα της. Θα την ενδιέφερε, λέει, να μάθει πώς προσεγγίζουν άλλοι λαοί το Θεό, και ποιοι άλλοι Μεγάλοι Δάσκαλοι ήρθαν να διδάξουν την ανθρωπότητα πέραν του Χριστού, και τι είπαν. Δεν θα ήταν το αγαπημένο της μάθημα, λέει, αλλά θα είχε ενδιαφέρον. Η άλλη κόρη επέλεξε να μην ξεχωρίσει από τα υπόλοιπα παιδιά. Δεν θέλει να είναι δακτυλοδεικτούμενη. Συνεχίζει, με μία σχετική αδιαφορία, να μαθαίνει κάθε εβδομάδα το μάθημά της και μετά να το ξεχνάει σαν να μην το διάβασε ποτέ. Ο γιός είναι ακόμα στην ευλογημένη εκείνη ηλικία που δεν υπάρχουν τέτοια διλήμματα. Πιστεύει στους αγγέλους και στην Ουράνια Μητέρα (σαν αγοράκι που είναι!) και ενδιαφέρεται διακαώς για τη μετά θάνατον ζωή. Αλλά βαριέται τις ψαλμωδίες.





Πέμπτη 9 Σεπτεμβρίου 2010

17η Πανελλαδική Γιορτή Οικολογικής Γεωργίας και Χειροτεχνίας

30 Σεπτεμβρίου – 3 Οκτωβρίου, Πάρκο Τρίτση, Ιλιον Αττικής



ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ



Φέτος, η Πανελλαδική Γιορτή Οικολογικής Γεωργίας και Χειροτεχνίας έρχεται στην Αθήνα με σκοπό να αναδείξει έναν αυτοοργανωμένο οικολογικό τρόπο ζωής που, βασιζόμενος σε σχέσεις συνεργασίας και αλληλεγγύης και χρησιμοποιώντας αειφορικές καλλιεργητικές πρακτικές, ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και ενδιάμεση τεχνολογία, δίνει έμφαση πρώτα απ' όλα στην ποιότητα ζωής του ανθρώπου αλλά και του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει, ενάντια στη σκληρή εμπορευματοποίηση των πάντων. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ατομικές και συλλογικές πρωτοβουλίες συναντιούνται σε μια τετραήμερη γιορτή στο πάρκο Τρίτση, στο Ιλιον Αττικής με σκοπό να προωθήσουν τη δημιουργία δομών αλληλέγγυας οικονομίας, παρακάμπτοντας οποιαδήποτε διαμεσολάβηση ανάμεσα σε παραγωγό και καταναλωτή και να προβάλλουν τα χαρακτηριστικά και τις αξίες ενός “άλλου κοσμου”, ο οποίος “είναι εδώ”, ζωντανός, εξελισσόμενος και βιώσιμος.



Στη γιορτή συμμετέχουν :

• αγρότες που επιλέγουν ένα μοντέλο παραγωγής το οποίο βασίζεται στην ποιότητα και τοπικότητα των προϊόντων και όχι στο χρηματικό κέρδος

• μεταποιητές και χειροτέχνες που επιλέγουν φυσικά υλικά και ήπιες μεθόδους κατεργασίας

• συλλογικότητες που ασχολούνται με ζητήματα οικολογικού περιεχομένου, με το εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο, με την αυτοδιαχείριση των βασικών αναγκών και με την επανοικειοποίηση και δημιουργική αξιοποίηση των δημοσίων χώρων.



Παράλληλα με την έκθεση και πώληση οικολογικών προϊόντων και χειροτεχνιών πραγματοποιούνται εκδηλώσεις, ενημερωτικές συζητήσεις, προβολές, δραστηριότητες για παιδιά, αλλά και πρακτικά εργαστήρια μέσα από τα οποία χειροτέχνες και μεταποιητές θα μοιράζονται με τους συμμετέχοντες τις γνώσεις και τις δεξιότητές τους.



Κάθε χρόνο η γιορτή διοργανώνεται σε διαφορετική πόλη από διάφορες συλλογικότητες και παραγωγούς. Φέτος, συνδιοργανώνεται από τον «Σπόρο», συνεταιρισμό για το εναλλακτικό και αλληλέγγυο εμπόριο (www.sporos.org) και το Δίκτυο Οικοκοινότητα (www.oikodiktyo.espiv.blogs.net ).



Υπεύθυνη επικοινωνίας: Γεωργούση Φωτεινή, 6973390576, asalvarloslobos@yahoo.gr