Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Εγκώμιο του βιβλίου


Ναι, είμαστε διαβαστερή οικογένεια (όσοι διαβάζετε αυτό το μπλογκ το ξέρετε ήδη, φυσικά). Στοιβάζονται τα βιβλία μας στο σπίτι, και ποτέ δεν έχουμε αρκετά, ούτε χώρο να τα βάλουμε. Συχνάζουμε σε παζάρια, χαριστικά ή φιλανθρωπικά, βιβλιοθήκες, ράφια φίλων, σάιτ με δωρεάν βιβλία που κατεβάζουμε, αλληλοδανείζουμε και αλληλοδανειζόμαστε... Τα βιβλιοπωλεία έγιναν πλέον τόποι μεγάλου πειρασμού.


Γράφω επειδή διαβάζω, το ίδιο κι όλοι μας. Αυτή είναι μόνο μία από τις επιδράσεις του γραπτού λόγου. 


Είναι μεγάλη απόλαυση να μπορείς να ζεις ταξίδια και περιπέτειες καθισμένη στην αγαπημένη σου πολυθρόνα, σε μια αιώρα στο δάσος, στην παραλία την ώρα που οι άλλοι πίνουν φραπέδες και παίζουν ρακέτες, στο κρεββάτι πριν κοιμηθείς, στο κρεββάτι πριν σηκωθείς το πρωί, στη βαρετή διαδρομή του λεωφορείου, στην αίθουσα αναμονής του γιατρού, στο κρεββάτι με φακό κάτω από τα σκεπάσματα (μη σε δει καμιά μαμά και σου πει τα κλασσικά τι ώρα είναι, πώς θα σηκωθείς αύριο το πρωί, κτλ κτλ), στην τουαλέτα, μέσα στο τρένο, στο αεροπλάνο, στο καράβι (κατάστρωμα, με πλώρη για νησί), στο καφενεδάκι των διακοπών, πίνοντας τον απογευματινό σου καφέ μόνη στη βεράντα, ή το πρωινό τσάι στην κουζίνα...


 Κι ας νιώθεις καμιά φορά χαμένη σ' ένα πλήθος που δεν σε καταλαβαίνει, που τρελλαίνεται γύρω σου και σε θεωρεί ονειροπαρμένη, εκτός τόπου και χρόνου, παράξενη... Ολα λίγο-πολύ αληθεύουν, φυσικά. Αλλά δεν δίνουν αρνητικό πρόσημο στην προσωπικότητα.



Είναι πράγματι παράξενο το συναίσθημα να βρίσκεσαι πάνω στην πλάτη ενός ελέφαντα στην Ινδία τον προπερασμένο αιώνα, ταξιδεύοντας με τον Φίνεας Φόγκ και μια Ινδή πριγκίπισσα, και να ακούς "επόμενη στάση: Ευαγγελισμός". Η να βρίσκεσαι πλάι στον Γκάνταλφ που πολεμάει το Μπάλρογκ για να μπορέσουν οι σύντροφοί του να βγούν σώοι από το τούνελ πάνω στα χιονισμένα βουνά της Μέσης Γης, και να κοιτάς πλάι σου το μποτιλιάρισμα της λεωφόρου Κηφισίας. Σηκώνεις το κεφάλι και μεσολαβούν κάποια λεπτά για να ξαναβρείς "την πραγματικότητα" - είναι λιγάκι σαν jet lag, σαν την αλλαγή ωραρίου στις υπερατλαντικές πτήσεις, που η μέρα σου είναι νύχτα τους και τούμπαλιν. Και ζεις πολλές ζωές μέσα σε λίγες ώρες.


Τα παιδιά μου έχουν αλλάξει πολλά αναγνωστικά γούστα. Περιμένω πώς και τι να διαβάσουν και τα δικά μου αγαπημένα βιβλία, αλλά προς το παρόν απαξιώνουν τα γούστα της μαμάς (είναι η μαμά, ανήκει σε άλλη γενιά, πωπω τι διαβάζανε τα καημένα στην εποχή της, όλο κάτι βαρετά διαβάζει και ενθουσιάζεται, κτλ). Μάταια έβγαζα κάποτε λογύδρια περί "καλής λογοτεχνίας", στο βρόντο. Οπως και με τη μουσική. Αλλά πού θα πάει! (Τουλάχιστον χαίρομαι να διαβάζω αυτά που γράφουν για το σχολείο ή αλλού - όταν, φυσικά, μου επιτρέπουν να τα διαβάζω!)



Η περιέργεια και η δίψα για γνώση (και η ικανότητα μάθησης) μέσα  στο μυαλό μου ταυτίζονται με την ψυχική υγεία. Μου φαίνεται τρελλό να κλείνουν οι δημόσιες βιβλιοθήκες, εγκληματικό. Οι ιδέες υπάρχουν για να ανταλάσσονται, να διερευνώνται, να αναπτύσσονται, να εμπνέουν, να προβληματίζουν, να ανακουφίζουν, να χαροποιούν, να τρέφουν, να διδάσκουν, να θεραπεύουν, να ανοίγουν παράθυρα μέσα στα παράθυρα και πόρτες μέσα σε πόρτες μέσα μας. Το ίδιο και οι λέξεις, το ίδιο και οι ιστορίες. Ειδικά οι ιστορίες!



Ολοι οι μεγάλοι σοφοί όλων των παραδόσεων δίδασκαν με ιστορίες. Ιστορίες που πέρασαν από αυτί σε αυτί και από γενιά σε γενιά, και κάποτε γράφτηκαν. Σήμερα μπορούμε να διδασκόμαστε από τις ιστορίες των Ινδιάνων, των γηγενών της ερήμου Καλαχάρι, τις ιστορίες των Σούφι, τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμμ, τις παραβολές του Χριστού, να επιλέξουμε τι μας πηγαίνει, τι μας "μιλάει", και να το μοιραστούμε με τους φίλους, τα παιδιά, τους γονείς ή τους μαθητές μας. Μπορούμε, γιατί οι ιστορίες καταγράφτηκαν, ενίοτε εικονογραφήθηκαν κιόλας, και φυσικά ερμηνεύτηκαν από πλείστους όσους (και από μας τους ίδιους). Βιβλία που μιλούν για άλλα βιβλία που μιλούν για άλλα βιβλία σε έναν αέναο διάλογο, δανεισμό, αντιπαράθεση, που σε βάζουν να ψάξεις και να διαβάσεις κι άλλα, κι άλλα... Βιβλία που σε κάνουν να νιώθεις πλούσια με το που ολοκληρώνεις και την τελευταία σελίδα. Βιβλία που σε κάνουν να νιώθεις σοφή ή κουτσομπόλα. Βιβλία που σε κάνουν να ξανακοιτάξεις γύρω σου, γιατί σου άλλαξαν τα μάτια.


Οραματίζομαι έναν κόσμο που το διάβασμα να είναι χαρά και δικαίωμα (όχι αγγαρεία ή πολυτέλεια), έναν κόσμο γεμάτο βιβλιοθήκες, έναν κόσμο γεμάτο συγγραφείς και αναγνώστες. "Η πένα είναι δυνατότερη από το σπαθί", λένε οι αγγλοσάξωνες ("the pen is mightier than the sword"). Το βιβλίο το χαίρονται όλες οι αισθήσεις: το διαβάζεις, το αγγίζεις, το κοιτάζεις, το μυρίζεις, μιλάς κι ακούς γι αυτό, το ακούς να στο διαβάζουν, κάποιοι το γεύονται κιόλας (με ολέθριες συνέπειες, όπως ο Χόρχε στο Ονομα του Ρόδου!!!). Είναι πολυαισθητηριακή εμπειρία, που δύναται να εξελιχθεί και σε μικρό ή μεγάλο έρωτα... Γι αυτό ανοίγει η καρδιά μου όταν βλέπω φωτογραφίες σαν τις παρακάτω.




Πρόσφατα έμαθα οτι στη Βουλγαρία μετέτρεψαν κάτι παλιά εκτός κυκλοφορίας λεωφορεία σε δημόσιες βιβλιοθήκες (τα ανακύκλωσαν!) Και ιδού.


Οι δικές μας βιβλιοθήκες πάνε να κλείσουν, στο όνομα της εξοικονόμησης χρημάτων, λέει. Αδιανόητο μου φαίνεται. Πόσο φτωχοί να γίνουμε, πια;
"Οποιο και να είναι το κόστος των βιβλιοθηκών μας, το τίμημα είναι ευτελές μπροστά σ' αυτό ενός έθνους που ζει μέσα στην άγνοια".

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Σκόρπιες σκέψεις καλοκαιρινού μεσημεριού

Καλοκαιράκι, και η ζωή κυλάει απλά (summertime, and the living is easy που λέει και το τραγούδι). Γονείς και παιδιά απαλλαγμένοι από την καθημερινότητα του σχολείου, πρωινά ξυπνήματα, μαθήματα, εξωσχολικά, μέσα σε μια ραστώνη διακοπών, χαλαρής κοινωνικότητας, γενικού ρεμπελιού.

Παρατηρώ τον περίγυρο: οι γονείς που ακόμα εργάζονται ψάχνουν απεγνωσμένα για φτηνές λύσεις «φύλαξης» των παιδιών τους: δημιουργική απασχόληση οργανωμένη από τον τοπικό δήμο, επιδοτούμενες κατασκηνώσεις, παπουδογιαγιάδες στο χωριό, ακόμα και τα ίντερνετ καφέ της γειτονιάς παίζουν σαν απασχόληση. Είναι πολλοί οι γονείς που κάνουν βάρδιες ο ένας με τον άλλον «ποιος θα κρατήσει τα παιδιά». Δεν πάνε πολλά χρόνια που βρισκόμουν κι εγώ  στην ίδια θέση! Διαβάζω στα διάφορα φόρουμ που είμαι μέλος για τη δυσκολία που ανακύπτει στους γονείς το καλοκαίρι «που έχουν να περάσουν πολλές ώρες με τα παιδιά τους», τις συγκρούσεις, την κούραση, τον θυμό που βγαίνει εκατέρωθεν σε κάθε ευκαιρία – είναι οι γονείς που ζητούν ιδέες πώς να απασχολήσουν τα παιδιά τους, τι κρυστάλλους ή ανθοϊάματα να πάρουν για να τα βγάλουν πέρα (με τα παιδιά τους), που ψάχνουν δραστηριότητες μέσα στην πόλη «για να μη βαριούνται τα παιδιά» (αλλά και οι ίδιοι). Εχω βρεθεί κι εγώ  στην ίδια θέση, ξέρω. Και σκέφτομαι την αφύσικη ζωή μας: αστοί χωρίς άλλες ασχολίες πέρα από τις κλασικές εγκεφαλικές (σινεμά, ίντερνετ, άντε λίγη λογοτεχνία, καφέδες με φίλους, καμιά καλοκαιρινή συναυλία) δραστηριότητες που χρειάζονται ελάχιστη ως καθόλου σωματική κίνηση. Αυτή είναι η ζωή  στην πόλη, που μάθαμε να μας αρέσει.


Πριν λίγες εβδομάδες, παρατηρούσα μία οικογένεια αλλοδαπών, που ήρθε σ’ ένα ορεινό χωριό της Αχαϊας να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο αειφόρου καλλιέργειας (περμακουλτούρας) μαζί με το 6χρονο κοριτσάκι τους. Εμεναν σε μία μικρή σκηνή, δεν είχαν φέρει άλλα παιχνίδια πέρα από το αρκουδάκι της μικρής. Οι Ελληνες του σεμιναρίου εντυπωσιαστήκαμε – το κοριτσάκι «δεν ακούστηκε» όλο το 10ήμερο: κυκλοφορούσε μόνο του και άνετο ανάμεσα στα ζώα του κτήματος, συνάπτοντας σχέσεις εγγύτητας μαζί τους, η οικογένεια λειτουργούσε αρμονικά με τους δύο γονείς να εναλλάσσονται στη φροντίδα και στο χρόνο τους μαζί της, πότε-πότε συμμετείχε στα τεκταινόμενα της ομάδας μαζί τους. Ούτε φόβος, ούτε βαρεμάρα, ούτε θυμός, ούτε διδακτισμός, ούτε άγχος – μόνο υπομονή, τρυφερότητα, δημιουργία σχέσεων, περιέργεια, παιχνίδι με πλάσματα της πραγματικής ζωής.


Και βέβαια, μέσα στις μέρες αυτές, σκέφτομαι το σχολείο και τους λειτουργούς του. Το σύστημα που αποστελεχώνεται, το σύστημα που καταρρέει, το σύστημα που μας ταλαιπωρεί. Η παιδεία είναι υπό διωγμό, κάποιοι θα πούν και ανύπαρκτη: η εκπαιδευτική ύλη (το αναλυτικό πρόγραμμα) επιλέγεται για μαζική κατανάλωση, και όχι με βάση τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου για αξιοποίηση των ταλέντων,  των κλίσεων και του  δυναμικού του. Οι εκπαιδευτές, καλοπροαίρετοι (στις περισσότερες των περιπτώσεων), κουρασμένοι, ανασφαλείς, θυμωμένοι ή αδιάφοροι, έχουν (στις περισσότερες, πάλι, των περιπτώσεων) ελλιπή εκπαίδευση και αμνησία ως προς το πώς είναι να είσαι παιδάκι, προέφηβος ή έφηβος, υπηρετούν ένα σύστημα που θέλει τα παιδιά «ήσυχα, υπάκουα, και καλούς απομνημονευτές». 


Τα σχολεία ως κτίρια, πάλι, είναι τετράγωνα κτίρια με πίνακες (διαδραστικούς, πράσινους ή μαύρους – δεν έχει σημασία) καρέκλες και θρανία, άντε και κανα γυμναστήριο, άντε και κανα προαύλιο με 2-3 κακοποιημένους θάμνους. Κάποια κτίρια βάφονται με ωραία χρώματα, επενδύονται και με ωραίες εικόνες, αλλά εάν εξαιρέσουμε τις κάποιες κλειδωμένες πόρτες, και τα «σωφρονιστικά καταστήματα» της χώρας μας έτσι κάπως είναι. 

Για να είμαστε δίκαιοι στην επιλογή μας θα κάνουμε ένα τεστ: όλοι σκαρφαλώστε επάνω στο δέντρο!
"Ολοι μας είμαστε μεγαλοφυίες. Αλλά αν κρίνουμε ένα ψάρι από την ικανότητά του να σκαρφαλώνει  στα δέντρα, θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του πιστεύοντας οτι είναι χαζό" Α. Αϊνστάιν

Η νοοτροπία (στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων) είναι διαχωριστική: «εμείς και αυτοί», τόσο από την πλευρά των εκπαιδευτών όσο και από την πλευρά των εκπαιδευόμενων, και εξουσιαστική: οι εκπαιδευόμενοι έχουν σαφώς λιγότερα δικαιώματα από τους εκπαιδευτές, ακολουθούν κανόνες στους οποίους ουδέποτε συναίνεσαν, και θεωρούνται ‘μικροί’ με ότι αυτό συνεπάγεται… Η διαχωριστική και εξουσιαστική νοοτροπία διαπερνά τους πάντες, και χωρίζει τα παιδιά σε καλά και κακά, καλούς και κακούς μαθητές, έξυπνους και μπουμπούνες, προβληματικούς και χαρισματικούς, μεγάλους και μικρούς, πλούσιους και φτωχούς, ντόπιους και αλλοδαπούς – και αντί η διαφορετικότητα να γίνεται ευκαιρία για αξιοποίηση δυναμικού, γίνεται ευκαιρία για τιμωρία, καταστολή, και αποβολή από το σύστημα όσων δεν χωράνε στο περίφημο κρεββάτι του Προκρούστη… Χμ. Μας αρέσει αυτό; Προάγει τη συνεργασία, την ειρήνη, τη μάθηση, τη γνώση; Γιατί συναινούμε όλοι να συμμετέχουμε σε αυτό;


Και συνεχίζω να αναρωτιέμαι: τι θέλουμε τελικά σαν άνθρωποι; Πώς θέλουμε να ζούμε; τι θέλουμε για τα παιδιά μας; Στο πρώτο πληθυντικό έφτασα μέσα από το πρώτο ενικό (τι θέλω εγώ από τη ζωή, πώς θέλω να ζω, τι θέλω για τα παιδιά μου). Πιλατεύοντάς το μέσα στο μυαλό μου, πηγαίνοντάς το όλο και παραπέρα στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, φτάνω στο εξής. Ολοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, όλοι επιδιώκουμε να έχουμε αφθονία (αγαθών, ωραίων στιγμών, γνώσης, ερεθισμάτων για περαιτέρω εξέλιξη, αγάπης και αποδοχής), όλοι θέλουμε να κάνουμε πράγματα ωραία, ευχάριστα, δημιουργικά που να μας γεμίζουν, όλοι θέλουμε να είμαστε με κάποιον τρόπο χρήσιμοι μέσα στην κοινότητά μας ή στον κόσμο, όλοι θέλουμε να έχουμε αρμονικές αγαπητικές σχέσεις με τους γύρω μας... Ισως να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια (όπως συχνά μου λένε), αλλά εγώ αυτά ακούω χρόνια τώρα από τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους που συναντώ.

Τα παλιά καλά χρόνια λεγόταν ονειροπόληση, σήμερα το λένε σύνδρομο ελλειματικής προσοχής

 Τι είναι αυτό που μας κάνει να συντηρούμε ακόμα ένα σύστημα που δεν μας βοηθά να είμαστε ευτυχισμένοι, που μας αποτρέπει από το να εκδιπλώσουμε το εσωτερικό μας δυναμικό και τα ιδιαίτερά μας χαρίσματα; (Είμαι πεποισμένη οτι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με χαρίσματα και ταλέντα, αλλά δεν αναγνωρίζονται από γονείς και σύστημα και  θάβονται άδοξα...) Τι είναι αυτό που μας κάνει να συμμορφωνόμαστε "προς τας υποδείξεις" ενός συστήματος που μας ευνουχίζει και μας ασκεί έλεγχο σε κάθε μας σκέψη ή δραστηριότητα που δεν ταιριάζει με τις δικές του παραμέτρους; Μήπως ήρθε η ώρα να το ξανασκεφτούμε; Μήπως ήρθε η ώρα να το αλλάξουμε;

Εάν ήμουν προορισμένη να μου ασκούν έλεγχο, θα  γεννιόμουν με οδηγίες χρήσεως και τηλεκοντρόλ.








Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Σκέψεις για μια απεργία που δεν έγινε


Όταν ήμουνα μικρή λάτρευα τις απεργίες των καθηγητών. Αφενός έχανα μάθημα, αφετέρου σκεφτόμουν ότι οι καθηγητές μου ξεκουράζονται, μια που στην κούραση απέδιδα τη βαρεμάρα, τις κακίες και τις ανεπάρκειές τους. Και πάντα ευχόμουν να κάνουν καμιά  απεργία μέσα  στις εξετάσεις, γιατί μου φαινόταν πως  οι εξετάσεις έρχονται πάντα πιο νωρίς από ότι πρέπει, και πως «αν είχα κι άλλο χρόνο σίγουρα θα έγραφα καλύτερα» (προφάσεις εν αμαρτίαιας, βέβαια, βαριόμουν τόσο το διάβασμα για τις εξετάσεις που ο οργανισμός μου αντιδρούσε με βαριά υπνηλία, και κατέληγα να διαβάζω ελάχιστα).
Κάποτε έγινα και εγώ εκπαιδευτικός. Αγαπώ τους εφήβους, γιατί είναι μια φάση ζωής στο μεταίχμιο, στην κόψη του ξυραφιού, όπου όλα είναι  υπό διαπραγμάτευση: αξίες, σχέδια, δεδομένα, τα πάντα. Είναι η επανάσταση προ των πυλών, με όλη την αμφιβολία, το φόβο, την ορμή, την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, το όραμα, τις υπαναχωρήσεις, τη βία και την τρυφερότητα, την ανιδιοτέλεια και τον εγωισμό. Είναι η εποχή  της ζωής μας που χτίζονται τα οράματα, και που μέσα μας υπάρχει δυνατή ακόμα η φυσική τάξη των πραγμάτων: η αίσθηση της δικαιοσύνης, της ομορφιάς και της αλήθειας.
Οι απεργίες, για μένα, (πέραν της αναγκαιότητας για διάφορες διεκδικήσεις) ήτανε ώρες ανάπαυλας και περισυλλογής – προτιμούσα να δουλεύω εντονότερα και λιγότερο, και ενθάρρυνα και τους μαθητές μου να κάνουν το ίδιο: να διαβάζουν λιγότερες ώρες με μεγαλύτερη συγκέντρωση και αφοσίωση σ’ αυτό που διαβάζουν. Η ανάπαυλα χρησίμευε στην περισυλλογή: ήτανε οι μέρες και οι ώρες που σκεφτόμουν καθαρότερα για τη δουλειά μου, για τις αξίες που υπηρετώ ή δεν υπηρετώ μέσω αυτής, για την εκπαίδευση και την παιδεία γενικότερα και για το εκπαιδευτικό σύστημα ειδικότερα… Σπάνια πήγαινα στις πορείες, μια που δεν άντεχα τον πολύ  θόρυβο και τα συνθήματα (στην εποχή  μου τα δακρυγόνα έπεφταν πολύ σπάνια). Μετά από μια απεργία φορτσάραμε στο μάθημα, και εφευρίσκαμε δημιουργικούς τρόπους να «βγάλουμε την ύλη», ή  να την διαπραγματευτούμε μεταξύ μας σχετικά με το «τι θα πέσει στο διαγώνισμα». Όλα  αυτά, φυσικά, χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη των πανελλαδικών επάνω από τα κεφάλια μας.
Εχοντας ζήσει την εκπαίδευση «από μέσα» δεν τρέφω  αυταπάτες για τους λειτουργούς της. Είναι άνθρωποι, κατ’ αρχήν, με τις αρετές και τα κουσούρια τους, και όπως σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν «καλοί και κακοί» (δεν μου αρέσει η υπεραπλούστευση, αλλά το διακύβευμα σήμερα δεν είναι αυτό). Το σίγουρο είναι ότι είναι πολύτιμοι. Σ’ αυτούς εμπιστευόμαστε το μέλλον της κοινωνίας μας. Χτίζουν προσωπικότητες ανθρώπων, δίνουν παραδείγματα. Με άλλα λόγια, πρέπει να τους προσέχουμε – να τους εκπαιδεύουμε σωστά, να τους πληρώνουμε καλά, να εξασφαλίζουμε την ξεκούρασή τους, να εξασφαλίζουμε την διαρκή επιμόρφωσή τους, να τους δίνουμε τα μέσα εκείνα που χρειάζονται για να φροντίζουν τις ψυχές των παιδιών μας και την μετάδοση της γνώσης. Οφείλουμε, σαν κοινωνία, να τους έχουμε «στα ώπα-ώπα», γιατί γίνονται οι μέντορες και η έμπνευση των δικών μας παιδιών. Θέλουμε - δε θέλουμε, έτσι είναι. Τα παιδιά μας κοιτούν τους δασκάλους τους στα μάτια – άρα τα μάτια των δασκάλων οφείλουν να εκπέμπουν καθαρότητα, αγάπη, ενθουσιασμό, εάν δεν θέλουμε μία γενιά κατεθλιμένων και υποταγμένων πολιτών…
Και ερχόμαστε  στο σήμερα. Περίοδος «κρίσης», με άλλα λόγια περίοδος όπου όλα είναι υπό κρίση (αξιολόγηση, επανεκτίμηση), όλα μπαίνουν στο τραπέζι, ή κάτω από το μικροσκόπιο, όλα είναι υπό αίρεση. Το πολίτευμα, οι σχέσεις κράτους-πολίτη, οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, το χρήμα, η εργασία, η έννοια της επιτυχίας, τα μέχρι τώρα συστήματα οικονομίας και εκπαίδευσης, η έννοια της υγείας και της ίασης όπως έχει μέχρι σήμερα διαμορφωθεί, οι νόμοι, η έννοια του κέρδους, η σχέση μας με τη φύση, η έννοια του δικαίου και του δικαιώματος, οι μέχρι σήμερα κυριαρχούσες αξίες, τα θρησκευτικά δόγματα, η έννοια της ιεραρχίας, η κυριαρχούσα αντίληψη ότι οι κυβερνώντες δρουν με γνώμονα «το καλό του τόπου»… Θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο! Είναι μία περίοδος ριζικής αναθεώρησης των πάντων, που αναγκαστικά θα οδηγήσει σε μια αναγέννηση – όση ανασφάλεια και να μας δημιουργεί αυτό.
Ερχεται λοιπόν η «κυβέρνηση» και φτιάχνει νόμους οι οποίοι καταστρατηγούν κάθε έννοια καλού, δικαίου, ηθικού, ή ωραίου – νόμους που αναγκάζουν τους πολίτες να επαιτούν ή να εξαπατούν, προκειμένου να εξασφαλίσει τι; Χρήματα! (Προφανώς έχει έρθει η ώρα να δείξει το παρόν σύστημα το αληθινό του πρόσωπο, για να το δούμε καθαρά και να αποφασίσουμε εάν το θέλουμε, εάν μας ταιριάζει, εάν θα επιλέξουμε να το κρατήσουμε) Αφού λοιπόν «νομοθέτησε» για διάφορες κατηγορίες πολιτών, ήρθε και η ώρα των εκπαιδευτικών. Εκβιαστικά, η εν λόγω κυβέρνηση φέρνει το νόμο στο προσκήνιο λίγες μέρες πριν τη μεγάλη δοκιμασία μαθητών και εκπαιδευτικών, τις εισαγωγικές εξετάσεις («για να δούμε τώρα, ποιος θα τολμήσει να απεργήσει;») Και για να είναι σίγουρη ότι κανείς δεν θα σηκώσει κεφάλι, καλού-κακού, ρίχνει και μια επιστράτευση και μια επίταξη από πάνω. Ετσι, για να βλέπουμε ξεκάθαρα τη φύση της εξουσίας, να μην μας μείνει καμία αυταπάτη (για το καλό μας γίνονται όλα, φυσικά, για τη δική μας αφύπνιση!) Μεγάλα μαθήματα ζωής, από αυτά που μας ξαναβάζουν πάλι στα θρανία, μικρούς και μεγάλους.
Πριν σπεύσουμε, λοιπόν, ως γονείς, να καταδικάσουμε τον εκβιασμό που φαίνεται να κάνουν οι εκπαιδευτικοί αποφασίζοντας απεργία πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, ας σκεφτούμε αν έχουν άλλη επιλογή. Ας σκεφτούμε εάν είναι προτιμότερο να ακολουθούμε τους νόμους του κράτους ή τους νόμους της  συνείδησης. Ο Γκάντι μίλησε για ανυπακοή στους άδικους νόμους, γιατί προέχουν οι «ανώτεροι νόμοι» - είπε, μάλιστα, ότι δουλεία θα υπάρχει όσο υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι πρέπει να υπακούμε σε άδικους νόμους (επειδή είναι νόμοι). Ας σκεφτούμε εάν είναι προτιμότερο τα παιδιά μας να διδάσκονται και να εξετάζονται από επιστρατευμένους (δηλαδή ανελεύθερους, σκλάβους). Ας σκεφτούμε σε τι ακριβώς αποσκοπούν οι εξετάσεις αυτές, και εάν το αντίτιμο που πληρώνουν τα παιδιά (σε κούραση, υπερένταση, χάσιμο δημιουργικού χρόνου, στρες, αφύσικο τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου τους) αξίζει το αποτέλεσμα. Τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων είναι πολλαπλά, και μόνο ένα εκ των οποίων είναι η εισαγωγή στην λεγόμενη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η οποία πάσχει, κι αυτή, από τη ληστρική διάθεση των κυβερνώντων (στα πανεπιστήμια πρόσφατα κόπηκαν τα επιδόματα βιβλιοθήκης, έρευνας, και οι συνδρομές σε διεθνή περιοδικά μέσω των οποίων προάγεται η ενημέρωση για την έρευνα διεθνώς). Ας σκεφτούμε, πολύ πεζά, εάν οι καθηγητές έχουν άλλη επιλογή τη δεδομένη στιγμή…
Τα μαθήματα που παίρνουν τα παιδιά μας από τους δασκάλους και τους καθηγητές τους δεν περιορίζονται στα τυπικά μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα μαθηματικά, τα αρχαία, και η φυσική είναι δευτερεύοντα μπροστά στα άλλα μαθήματα: αυτά της αξιοπρέπειας, της ακεραιότητας, της δημιουργικότητας, της αγωνιστικότητας, της αλληλεγγύης. Θέλουν – δε θέλουν, οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν στα παιδιά τη δική τους εκδοχή για την ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια, και τη δικαιοσύνη κι ας νομίζουν πως μπαίνουν μέσα στην τάξη για να διδάξουν ιστορία, θρησκευτικά, ή χημεία. Το μάθημα που παίρνουν από μια απεργία, είναι η αγωνιστικότητα και η αξιοπρέπεια. Το μάθημα που παίρνουν από μία παθητική αποδοχή του πεπρωμένου, είναι η παραίτηση. Το μάθημα που παίρνουν από την υπακοή σε άδικους νόμους είναι η δουλοπρέπεια. Το μάθημα που παίρνουν από την πολιτική ανυπακοή είναι η ανάληψη ευθύνης. Το μάθημα που θα μπορούσαν να πάρουν υποστηρίζοντας τον αγώνα των καθηγητών τους είναι η αλληλεγγύη. Αυτά είναι τα μαθήματα που χτίζουν ηθικές προσωπικότητες, τελικά. Το αν θα πάνε φέτος ή του χρόνου στο πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο σημαντικό μέσα από μια ευρύτερη οπτική των πραγμάτων. Η κοινωνία μας έχει μπουχτίσει άνευρους, στενοκέφαλους και αήθεις «επιστήμονες», και έχει ανάγκη ανθρώπους με πάθος, αγάπη για τη γνώση, δημιουργικότητα, αλληλεγγύη, και ακεραιότητα.
Εάν τα παιδιά μας ενημερώνονταν σωστά (για όλες τις παραμέτρους των διεκδικήσεων των εκπαιδευτικών τους), πιθανόν να μην είχαν κανέναν ενδοιασμό για την στήριξη των καθηγητών τους στην απεργία τους, κι ας τους κόστιζε ένα καλοκαίρι (ακόμα και ένα χρόνο) καθυστέρησης στην εκπλήρωση των προσδοκιών τους. Η αλληλεγγύη είναι μέσα στη φύση των ανθρώπων, και η υπομονή από τα πολυτιμότερα μαθήματα που έχει να πάρει ένας άνθρωπος  στη ζωή του.

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Αγριες μάνες

Με τις γέννες των γάτων στο σπίτι μας είμαστε εξοικειωμένοι. Κάθε νέα γέννα, όμως, γίνεται αφορμή να συγκινηθούμε, να νιώσουμε γλυκά και προστατευτικά, μας δίνεται η ευκαιρία να κάτσουμε λίγο κοντά στη νέα μαμά και τα γατάκια της έτσι, χωρίς λόγια. Και να εκφράσουμε την αγάπη μας χωρίς δώρα, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή πολυπραγμοσύνες: έτσι όπως την καταλαβαίνουν τα παιδιά και τα ζωάκια. Μ' ένα απαλό χάδι, μια αγκαλιά, με την ήσυχη παρουσία μας. 
Γέννησε λοιπόν και η Ξενούλα, η νέα μικρούλα γάτα που μας υιοθέτησε από το καλοκαίρι, επάνω στο κρεββάτι της μεγάλης κόρης, μια ώρα που δεν είμαστε εδώ. Παρά την τεράστια κοιλιά της γέννησε μόνο τρία μικρά, στην ησυχία και στην απομόνωση της πλέον απομακρυσμένης γωνιάς του σπιτιού. Μάταια έψαχνα κιβώτια, κούτες, παλιά ρούχα και γωνιές διάφορες μέσα στο σπίτι: εκείνη γέννησε εκεί που ήθελε, επάνω στο κρεββάτι ανάμεσα στο πάπλωμα και στη φλίς κουβερτούλα. 

Οι μαμάδες στη φύση γεννάνε μόνες τους, ήσυχα, σε κάποιο "μυστικό" σημείο-φωλιά μακριά από τις παρουσίες των άλλων ζώων και των ανθρώπων. Δεν κάνουν χρήση μαιευτηρίων ή μαιευτήρων, ουσιών ή μηχανών. Λειτουργούν με βάση το ένστικτο και τα φυσικά τους αντανακλαστικά. Είναι μία διαδικασία ιερή και προσωπική. 

Η Ξενούλα ήταν (και παραμένει) άγρια γάτα. Θέλει χάδια, θέλει την εγγύτητα, αλλά τα όριά της είναι ιερά κι αλοίμονο σ' αυτόν που θα πάει να τα παραβιάσει. Ανθίσταται στο νταηλίκι και στον τσαμπουκά των αρσενικών με τη σθεναρή βεβαιότητα της άγριας φύσης της. Κρατάει τη θέση της σταθερά και ασυμβίβαστα, αυτό που λέμε "δεν μασάει".

Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν πολλές φωτογραφίες με μαμάδες-ζώα. Διάλεξα μερικές που μου άρεσαν ιδιαίτερα. 











Διάβαζα οτι οι σκίουροι δείχνουν ιδιαίτερη καλωσύνη στα μωρά του είδους τους: εάν μια φωλιά ορφανέψει, εάν δηλαδή μια σκιουρίνα παρατηρήσει οτι μια φωλιά με μικρά παραμένει χωρίς ενήλικη φροντίδα για κάποιον καιρό, πάει και υιοθετεί τα ορφανά σκιουράκια, παίρνοντάς τα στη δική της φωλιά, και τα μεγαλώνει μαζί με τα δικά της.


Η μητρότητα, φυσική ή εξ υιοθεσίας, είναι ιερό πράγμα. Η φύση το σέβεται και το τιμά, στέκει με δέος απέναντί του. Η ατμόσφαιρα γύρω από μία νέα μαμά με τα μωρά της, οποιουδήποτε είδους, αποπνέει κάτι αρχετυπικό και μυστηριακό. Κάτι που δεν μπορείς να το προσπεράσεις χωρίς να σε αγγίξει.

Προσπαθεί ενίοτε ο άνθρωπος να εκπαιδεύσει τα ζώα να φέρονται σαν τον άνθρωπο, και αποτελεί φιλοφρόνηση όταν λέμε οτι ένα ζώο καταλαβαίνει - ή κάνει - "σαν άνθρωπος". Εχω την αίσθηση οτι σε πολλούς τομείς (ειδικά σ' αυτούς που έχουν να κάνουν με  τη ζωή την αγάπη και τον θάνατο) θα έπρεπε να είναι φιλοφρόνηση για έναν άνθρωπο οτι αντιλαμβάνεται ή φέρεται "σαν ζώο". Στον πλανήτη θα επικρατούσε μάλλον περισσότερη ειρήνη (σε κάθε επίπεδο) και θα κυκλοφορούσε περισσότερη αγάπη, τρυφερότητα και αλληλεγγύη.




Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

Οι ηρωίδες μου


Η μέρα της γυναίκας κάθε χρόνο με αγγίζει κατά ιδιαίτερο τρόπο – υπήρξαν εποχές που ο σύντροφός μου έφερνε τριαντάφυλλα στο σπίτι ("give us bread but give us roses" που έλεγε και το πρώτο εκείνο τραγούδι που καθιέρωσε την «ημέρα» αυτή), και υπήρξαν εποχές που έβγαινα με φίλες «να το γιορτάσουμε». Πάντα την ημέρα αυτή, κάτι έκανα. Κάτι ιδιαίτερο, γιατί για μένα είναι σημαντικό να τιμάται η γυναικεία φύση μέσα στον ανδροκρατούμενο κόσμο στον οποίο ζω. Πέρασα τα πρώτα χρόνια της ζωής μου θέλοντας να είμαι αγόρι, μέσα σε μια οικογένεια που το θηλυκό ήταν τελείως υποβαθμισμένο (παρά το γεγονός ότι η μητέρα μου ήταν μια πολύ δυναμική προσωπικότητα). Εχω δύο κόρες, και θέλω να τους εμφυσήσω τον σεβασμό και την τιμή που τους πρέπει ως γυναίκες – να μην εκχωρούν την ιδιαίτερη δύναμή τους, να εκτιμούν τη γυναικεία φιλία, να γνωρίζουν την αξία τους ως ανθρώπινα όντα που γεννήθηκαν με  αυτό το (μάλλον πολύπαθο) φύλο. Η μία μου κόρη, μάλιστα, συνελήφθη ακριβώς την ημέρα αυτή!

Η ιστορία που διδασκόμαστε από τα βιβλία του σχολείου είναι γεμάτη με άντρες-ήρωες. Στην αρχαία ιστορία οι Αμαζόνες βρίσκονται εκεί ως ηττημένες από έναν άντρα-ήρωα, οι εταίρες εάν και εφόσον αναφέρονται έχουν το ρόλο (άλλου ενός) ανδρικού αξεσουάρ,  ο «μέγας» Αλέξανδρος φέρεται να είχε μόνο πατέρα (τον Φίλιππο) – στα σχολικά βιβλία πουθενά δεν αναφέρεται η Ολυμπιάδα (μύστις των Καβειρίων Μυστηρίων, όπου γνώρισε τον Φίλιππο και δέχτηκε να τον παντρευτεί), η Υπατία δεν υπάρχει πουθενά… Στη βυζαντινή ιστορία οι γυναίκες εμφανίζονται ως καλόγριες, εξουσιομανείς ή πόρνες (πάλι αντρικά αξεσουάρ) ή, στην καλύτερη περίπτωση ως εξιστορήτριες ανδρικών κατορθωμάτων. Στη νεώτερη ιστορία οι γυναίκες εξυμνούνται από τους σχολικούς ιστοριογράφους όταν αναλαμβάνουν αντρικούς ρόλους. Δεν είναι εύκολο για τα κορίτσια να βρουν ηρωίδες-πρότυπα που να τιμούν τη γυναικεία τους φύση.
Μέσα στα άλλα που έκανα φέτος για να τιμήσω την εντός μου γυναίκα, ήταν να κάτσω να σκεφτώ τις γυναίκες που επηρέασαν τη ζωή μου, τις γυναίκες που μου έδωσαν δύναμη και περηφάνια, τις δικές μου ηρωίδες. Τέσσερεις μου ήρθαν στο νου: η Τζέην Εϋρ, η Ρόζα Λούξεμπουργκ, η Πρού Σαρν (η ηρωίδα της Μαίρυ Γουέμπ στο «Ακριβό Φαρμάκι»), και η Κομμαντάντα Ραμόνα (η μεξικάνα μαχήτρια του EZLN).

Για την "Κόκκινη Ρόζα" μπορεί κανείς να διαβάσει και να βρεί πολλά στο διαδίκτυο και αλλού. Το 1986 η Μαργκαρίττε φον Τρόττα έκανε ταινία τη ζωή της, και μάλιστα βραβεύτηκε στις Κάννες  γι αυτήν. Η πρωταγωνίστρια είπε ότι ήταν η μοναδική μη-νευρωτική γυναίκα που έχει παίξει! Εχω δει την ταινία τουλάχιστον 10 φορές, κι έχω διαβάσει την αλληλογραφία της (ένας τόμος-τούβλο που με συντροφεύει χρόνια τώρα). Μέσα στο νου μου ενσάρκωνε πάντα την γυναίκα αγωνίστρια για τη κοινωνική δικαιοσύνη και την ειρήνη. Μέσα στη φυλακή (που πέρασε μεγάλο μέρος της ζωής της) είχε φτιάξει κήπο, και καλλιεργούσε λουλούδια.  Ως θεωρητικός του μαρξισμού, ήταν βαθιά στοχάστρια, και η δύναμή της ήταν πρωτίστως η σκέψη και ο λόγος της. Πίστευε στη δύναμη της συλλογικότητας (που τότε ονομαζόταν «οι μάζες») και οι επισημάνσεις της σχετικά με το όφελος (και μη) του πολέμου είναι επώδυνα επίκαιρες και σήμερα.

Για την Ραμόνα επίσης μπορεί κανείς να βρεί αρκετές πληροφορίες: αναφέρεται ως η διοικήτρια των στρατιωτικών δυνάμεων που κατέλαβαν το Σαν Κριστομπάλ στην Τσιάπας την 1η Ιανουαρίου 1994 και «ξεκίνησαν» την Ζαπατιστική Επανάσταση. Μία μικροκαμωμένη Ινδιάνα ντυμένη με το παραδοσιακό χουιπίλ, με ζαπατίστικη μάσκα, που δεν μιλούσε καν (πολλά) ισπανικά, που διέτρεχε τα χωριά του νοτίου Μεξικού μιλώντας με γυναίκες και άντρες, αφυπνίζοντας συνειδήσεις και ενδυναμώνοντας καταπιεσμένους. Συνέγραψε τον "Επαναστατικό Νόμο για τις Γυναίκες", και δούλεψε ακούραστα μέχρι το τέλος της  ζωής της για τις γυναίκες του Μεξικού. Πέθανε κυριολεκτικά στο δρόμο. Πολλοί μεξικανοί σήμερα την θεωρούν κάτι σαν την Παναγία, και λένε ότι είχε «μπόλικο κομπιναιζόν» (ή μισοφόρι που λέγανε παλιά… αυτό που λέμε στα ελληνικά «αρχίδια» - αλήθεια, σκέφτομαι, σε πόσες γλώσσες το θάρρος και η δύναμη κατονομάζεται ως κατοχή ανδρικών γεννητικών οργάνων… ενώ στη ζωή μου, τουλάχιστον, περισσότερο θάρρος και δύναμη έχω δει από γυναίκες παρά από άντρες!) Εχω ένα μπλουζάκι με μία ζαπατίστρια με καλυμμένο πρόσωπο και κοτσίδες, και τα λόγια της Ραμόνα, που το αγαπώ πολύ. Για κάποιο ακατανόητο (από μένα) λόγο, η επαύριο της ημέρας που πέθανε ήταν μία μέρα περίεργου πένθους αλλά και πνευματικής αφύπνισης για μένα (όπως διαβάζω στο ημερολόγιο που κρατούσα τότε) παρότι δεν ήξερα και πολλά γι αυτήν ούτε φυσικά γνώριζα ότι πέθανε. Η Ραμόνα για μένα ενσαρκώνει τη δύναμη της δράσης: για την ελευθερία, την αυτοδιάθεση, την αξιοπρέπεια. Οι γυναίκες της Τσιάπας – και εγώ – της χρωστούμε πολλά.
Δύο αληθινές μαχήτριες για την αξιοπρέπεια, τη δικαιοσύνη και την ειρήνη.

Οι άλλες δυό μου ηρωίδες είναι αλλιώτικες. Κατ’ αρχήν είναι μυθιστορηματικές! Η μαχητικότητά τους δεν είναι πολύ ορατή ή αισθητή. Για άλλα πράγματα με εμπνέουν. Η «Τζέην Εϋρ» θεωρείται μία ιστορία προδομένης αγάπης, και είμαι σίγουρη ότι αναρίθμητα «άρλεκιν» έχουν γραφτεί στο μοτίβο της νεαρής γκουβερνάντας που ερωτεύεται το μεγαλύτερο σε ηλικία πλούσιο και μυστηριώδες αφεντικό της. Για μένα αυτό είναι μόνο ένα μικρό μέρος της ιστορίας, σχεδόν «πρόφαση». Όταν ήμουν μικρή (πρωτοδιάβασα το βιβλίο στα 9-10 μου χρόνια) με τρόμαζε και συγχρόνως με προβλημάτιζε η παιδική της ηλικία στο ίδρυμα με την αγαπημένη της φίλη, και το πώς δεν έγινε ηττοπαθής, άβουλη και φοβική μετά από τέτοιες εμπειρίες. Γιατί η Τζέην Εϋρ μόνο άβουλη δεν ήταν! Στα τελευταία χρόνια της εφηβείας μου πρόσεξα ιδιαίτερα τη φάση εκείνη που φεύγει από το αρχοντικό εγκαταλείποντας τον αγαπημένο της, διαλέγει το μονοπάτι που ‘δεν γνωρίζει πού πηγαίνει’, παίρνει τους φόβους της κι ένα δεματάκι παραμάσχαλα, και περιπλανιέται στις ερημιές της βορείου Αγγλίας μόνη, απένταρη, αλλά όχι ουσιαστικά απελπισμένη. Στο δρόμο χάνει το δεματάκι και μένει με τους φόβους! Αφήνεται στη ροή, θα λέγαμε ίσως σήμερα. Μένει μόνη της μέσα στη φύση, κοιμάται κάτω από τα άστρα, περιπλανιέται μέχρις εξαντλήσεως. Η περιπλάνηση μέσα στη φύση «χωρίς σκοπό» πάντα με γοήτευε, και στα νιάτα μου το έκανα συχνά: μου αρέσει και σήμερα να κοιμάμαι κάτω από τα άστρα στις ερημιές, και ουδέποτε ένιωσα ότι διέτρεχα κάποιον κίνδυνο. Είχα συχνά την αίσθηση ότι «δεν έχω κανέναν συγγενή παρά μόνο την συμπαντική μητέρα: τη Φύση» ("Τζέην Εϋρ", κεφ. 27) και αφηνόμουν σε εκείνη. Αυτό με βοήθησε πολύ στον αυτοπροσδιορισμό μου.
Ως ενήλικη, η Τζέην Εϋρ μου «είπε» άλλα. Η ηρωίδα άκουγε ξεκάθαρα την εσωτερική της φωνή – που, όπως στους περισσότερους από μας, λέει πράγματα που πάνε κόντρα στη λογική και στο συναίσθημα – και την τιμούσε. Δεν «βολευόταν» με τη λογική και το συναίσθημα, δεν επιδίωκε την «εξασφάλιση» κι ας κινδύνευε η ίδια της η επιβίωση - ο εσωτερικός της μονόλογος (ειδικά όταν αποφασίζει να φύγει από τον αγαπημένο της) το αποκαλύπτει αυτό ξεκάθαρα. Δεν βολευόταν. Όταν η σχέση άρχισε να γίνεται συναισθηματικά κακοποιητική γι αυτήν, έφυγε. Παρέμεινε πιστή στις αρχές της και κυρίως στην εσωτερική της φωνή, και δεν έμεινε σε μία σχέση λιγότερο ικανοποιητική από όσο την ήθελε. Δεν έκανε εκπτώσεις και δεν έπαιξε το ρόλο του θύματος. Πήρε των ομματιών της, που λέμε. Και αργότερα, όταν της προτάθηκε να παντρευτεί και να πάει ως σύζυγος ιεραποστόλου στην Αφρική,  αποφάσισε ότι επρόκειτο για μία σχέση που δεν την κάλυπτε συναισθηματικά. Και πάλι είπε «άντε γειά». Όταν στο τέλος ξαναγύρισε στον αγαπημένο της, γύρισε τελικά σε μία σχέση επί ίσοις όροις, οικονομικά ανεξάρτητη και αυτάρκης, και έτσι μόνο δέχτηκε να παραμείνει.
Ξέρω τόσες και τόσες γυναίκες που κλαίγονται για τη σχέση τους (ότι είναι φυσικά, ηθικά, ή  συναισθηματικά κακοποιητική, ή «λιγότερη» των απαιτήσεών τους) και τρέμουν να πούν «αντίο» και να μείνουν μόνες τους, και να στηριχτούν στα δικά τους πόδια… Αυτό για μένα ήταν πάντα πολύ σημαντικό, το να μην κάνω «εκπτώσεις» (οι εκπτώσεις έχουν μέσα τους τις πτώσεις, που έλεγε παλιά μια φίλη μου) στις συντροφικές μου σχέσεις. Σημαντικότερο είναι – και θα συνεχίζει πάντα να είναι – να μπορώ να ακούω την εσωτερική μου φωνή (αυτή την «ήσυχη μικρή φωνή» που έλεγε η Εϊλήν Κάντυ, ιδρύτρια του Φίντχορν), να μην τη μπερδεύω με τις άλλες εντός μου φωνές (της κοινωνίας, της λογικής, του συναισθήματος, του συμφέροντος, κτλ) και να βρίσκω μέσα μου το σθένος να ακολουθώ τις επιταγές  της. Να μη «βολεύομαι». Αυτή είναι η δύναμη της εσωτερικής αυτάρκειας και της ηθικής ακεραιότητας που φαίνεται να πηγάζει από την εμπιστοσύνη στην εσωτερική φωνή, αυτόν τον τόσο προσωπικό εσωτερικό μας «νόμο».

Αυτή ακριβώς τη δύναμη επιδεικνύει και η τέταρτη ηρωίδα μου, η Πρού Σαρν. Το «Ακριβό Φαρμάκι» γράφτηκε έναν αιώνα περίπου μετά  τη «Τζέην Εϋρ», επίσης από γυναίκα (η οποία δεν χρειαζόταν πλέον να γράφει με ψευδώνυμο για να εκδώσει το βιβλίο της, όπως η συγγραφέας της «Τζέην»), και επίσης, θα έλεγε κανείς, είναι μία ιστορία αγάπης (αν και αυτή έχει στο τέλος «χάπυ έντ»). Η ηρωίδα δεν είναι απλά «ασχημούλα», έχει μία εκ γενετής παραμόρφωση, η οποία την κάνει από νωρίς να εσωστραφεί. Αυτή ακριβώς η εσωστρέφεια θα την κάνει αφενός να μάθει να γράφει και να διαβάζει, αφετέρου να ζήσει κάποιες από τις πλέον υπέροχες υπερβατικές εμπειρίες που έχουν περιγραφεί ποτέ σε μυθιστόρημα. Ο Αγγελος Σικελιανός, στην εισαγωγή της ελληνικής μετάφρασης, γράφει «υπάρχει μέσα σ’ αυτό το έργο ένα κεφάλαιο, ‘ η σοφίτα με τα μήλα’, που ασυζήτητα είναι από τις ωραιότερες κι ουσιαστικότερες σελίδες που γραφτήκανε ποτέ, για την αποκαλυπτική δύναμη της αληθινής σιωπής και τις δίχως αξιώσεις μοναξιάς μια ανθρώπινης ψυχής, απάνω στο Μυστικό της Ερωτικής Αιωνιότητας». Σ’ έναν πολύβουο κόσμο όπως ο σημερινός που καθημερινά βιώνουμε, η περιγραφή των θαυμάτων που συντελούνται στη σιωπή είναι πολύτιμη. Χτυπάει ένα καμπανάκι, άλλοτε γλυκό άλλοτε ενοχλητικό! Η ηρωίδα, επίσης, είναι για μένα μια  ενσάρκωση της ακεραιότητας, αυτής της «συμπαγούς καλωσύνης» που μπορεί να υπάρχει ασχέτως εξωτερικών συνθηκών. Και φυσικά της ομορφιάς που μπορεί να υπάρχει μέσα και πίσω από μία (εξωτερική) παραμόρφωση. Μέσα σ’ έναν κόσμο όπου η βιομηχανία καλλωπισμού έρχεται τρίτη σε κέρδη μετά τις βιομηχανίες σεξ και όπλων, η υπενθύμιση ότι η ομορφιά δεν βρίσκεται μόνο στην επιδερμίδα μας είναι σημαντική. Θυμάμαι τότε που έλεγα το παραμύθι της Χιονάτης στις μικρές, που με ρώταγαν «αφού και η Χιονάτη και η μητριά της ήταν και οι δύο τόσο πολύ όμορφες, ποια ήταν η διαφορά τους, τι έκανε τη Χιονάτη πιο όμορφη από τη μητριά;» Και έβρισκα την ευκαιρία να πω ότι η ομορφιά που προέρχεται από την καλωσύνη κάνει τα μάτια να λάμπουν πιο λαμπερά, τελικά. (Ελπίζω αυτό να το θυμούνται και στην εποχή της εφηβικής ακμής!)

Τέσσερεις ηρωίδες, τέσσερεις πτυχές ζωής: ο στοχασμός, η βούληση, η δράση, η σιωπή. Και η ομορφιά της ψυχής να τα επιστεγάζει όλα.

Αυτό το κείμενο είναι μέρος ενός διαδικτυακού αφιερώματος στο οποίο συμμετέχουν γυναίκες, με θέμα τις ηρωίδες μας. Μέχρι τώρα συμμετέχουν οι

http://pollyannasdays.blogspot.gr/2013/03/1751-19102000.html
http://www.doratsirka1.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html
www.rubycloud.blogspot.com
www.esp0ir.wordpress.com
www.niemandsrose-niemandsrose.blogspot.com
www.jaquou.wordpress.com
http://www.kidscloud.gr
http://agrampelli.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html
https://awysiwyg.wordpress.com/2013/03/18/women/

φίλες συν-bloggers, θα θέλαμε να διαβάσουμε και για τις δικές σας ηρωίδες, οπότε αν αποφασίσετε να γράψετε κάτι, βάλτε μας κάπου ένα link...




Πέμπτη 28 Φεβρουαρίου 2013

Παιδική Φωτογραφία

 Είναι η αγαπημένη μου παιδική φωτογραφία. Την έχω βουτήξει, χρόνια τώρα, από οικογενειακό άλμπουμ που φυλάσσεται σε διπλοκλειδωμένο συρτάρι με δράκο. Είμαι εγώ, 4 Νοεμβρίου 1965 (ολίγων μηνών), στο κρεββάτι της μαμάς και του μπαμπά. Στο βάθος διαφαίνεται το καλαθάκι που κοιμόμουν – ή  δεν κοιμόμουν, όπως μου λέγανε, γιατί ήμουνα, λέει, πολύ δύσκολη στον ύπνο. Είναι η μοναδική φωτογραφία που δεν με κρατούν επιδεικτικά γονείς, θείες, ή παπουδογιαγιάδες, ή δεν είμαι παιχνίδι ανάμεσα στα παιχνίδια μου. Κάποιος μου έβαλε στο χέρι μία εφημερίδα κι εγώ την έπιασα και την περιεργάζομαι με τη χαρακτηριστική περιέργεια ενός μωρού. Το λιονταράκι πίσω μου φαντάζει τρομακτικό στα ενήλικα μάτια μου, αλλά το λάτρευα, λέει, ως βρέφος. Εχω κάποιες αναμνήσεις ολοζώντανες, κι από τη βρεφική μου ακόμα ηλικία. Κάποιες φορές πηγαίνω εκεί σε όνειρα, μιλάω σε μένα που είμαι μηνών ή ολίγων ετών, και με καθησυχάζω για τ’ αργότερα. Μεγαλώνοντας (και ενθυμούμενη τα όνειρα αυτά) άρχισα να  κάνω και συνειδητά «ταξίδια στο χρόνο»…


 Γεννήθηκα, λοιπόν, ένα απόγευμα που ο ήλιος τεμπέλιαζε ανάμεσα στον Δίδυμο και τον Καρκίνο, και ο γήινος πατέρας μου επιτηρούσε σε εξετάσεις αγγλικής γλώσσας. Η σελήνη. Σχεδόν γεμάτη, ήθελε λίγα ακόμα λεπτά να ανέβει στον ορίζοντα.

 Κάποτε μου είχε πεί η γιαγιά μου οτι δεν ήμουν σαν τα άλλα νεογέννητα. Εγώ, λέει δεν κοιμόμουνα, είχα τα μάτια ορθάνοιχτα και κοίταζα γύρω μου καλά-καλά. Μας παρατηρούσες πολύ προσεκτικά, σα νά’θελες να μας γνωρίσεις, μου είπε. Παρότι οι αναμνήσεις μου είναι κατά τι θολές, θυμάμαι έντονα να ψάχνω γύρω μου τα πρόσωπα να βρώ γνώριμες φάτσες...

 Λένε κάτι χαζά οι άνθρωποι, οτι ας πούμε τα μωρά, τα παιδιά, δεν ξέρουν, δεν καταλαβαίνουν. Συμβαίνει το αντίθετο. Γιατί βεβαίως, όπως ξέρουν όλοι, όταν ερχόμαστε στη γή ξεχνάμε. Ξεχνάμε γιατί ήρθαμε, ξεχνάμε από πού ήρθαμε, έχουμε ξεχάσει τι ήρθαμε να κάνουμε – αυτό το πρώτο κλάμα του μωρού είναι σαν τελετουργικό που σηματοδοτεί το κλείσιμο της μνήμης, το τέλος της επίγνωσης. Και άντε μετά να τα ξανάβρεις!

 Απεκδυόμαστε πολλά κατά την κάθοδό μας,  τη βασική μας μνήμη τις ικανότητές μας - και αυτό γίνεται  απότομα. Ψήγματα μνήμης, όμως, αναλαμπές υπάρχουν πολλές όσο είμαστε μικροί (σε γήινα χρόνια) που τελικά ξεφτίζουν και χάνονται νωρίτερα ή αργότερα. Οι περισσσότεροι γήινοι έχουν ξεχάσει την καταγωγή τους πριν κλείσουν τα έξι τους χρόνια. Οχι οτι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις: κάποιες ψυχές κρατούν γερά,  άλλες ξεχνάνε γρηγορότερα. Ετσι, λοιπόν, τα παιδιά γνωρίζουν περισσότερα, γιατί είναι πιο φρέσκια η μνήμη τους. Αλλά ιδού, στους περισσότερους μεγάλους έχει χαθεί ακόμα και η ικανότητα να το αναγνωρίζουν.

            Οι αναμνήσεις μου είναι περίεργες: εικόνες, όνειρα που έβλεπα, σκέψεις που έκανα, λόγια που άκουγα – μερικά πράγματα τόσο έντονα, σα να συνέβησαν προχτές, άλλα συγκεχυμένα, άλλα που δεν χρειάζεται να προσπαθήσω για να θυμηθώ, μ’ακολουθούνε σαν περίεργα φυλαχτά σ’όλη μου τη ζωή.

            Μου άρεσε πάντα να διαβάζω.


Το κείμενο αυτό έρχεται να προστεθεί (κάπως καθυστερημένα λόγω τεχνικών δυσκολιών) σε ένα διαδικτυακό αφιέρωμα που εμπνεύστηκε ο φιλανάγνωσος Βιβλιοθηκάριος  http://www.vivliothekarios.blogspot.gr/ , και συμμετέχουν οι: 
 http://tsalapetinos.blogspot.gr/ 
 http://katerinatoraki.blogspot.gr/ 
 http://www.baxalon.gr/index.php/grafoume/itemlist/user/47-devaaleema 
 http://rubycloud.blogspot.gr/ 
 http://pollyannasdays.blogspot.gr/ 
 http://fvasileiou.wordpress.com/ 
 http://silia.wordpress.com/ 
 http://kynokefaloi.blogspot.gr/ 
:http://www.kidscloud.gr/ 
 http://redkangaroo.wordpress.com/ 
 http://breezesound.blogspot.gr/ 

Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2013

Οι μάνες...

Μετά τις ειδήσεις του προπερασμένου Σαββάτου δεν είμαι πια ο ίδιος άνθρωπος. Ετσι νιώθω, τουλάχιστον. Σαν κάτι μέσα μου να έσπασε όταν έμαθα για τους βασανισμούς των τεσσάρων νεαρών που συνελήφθησαν στην Κοζάνη. Νέοι ενήλικες, που οπλοφορούσαν (αλλά δεν χρησιμοποίησαν τα όπλα τους), που πήγαν να ληστέψουν μία τράπεζα όχι για να επιβιώσουν υλικά αλλά για λόγους ιδεολογίας. Νεαροί ιδεολόγοι που κατέφυγαν σε μία πράξη βίας, η οποία όμως είχε θύματα μόνο τους ίδιους. Νεαροί που πήραν την ευθύνη τους απέναντι στην κοινωνία τόσο σοβαρά που ενήργησαν δραστικά, και πήραν έντιμα και γενναία την ευθύνη των πράξεών τους. Ετσι "διάβασα" εγώ την είδηση, έτσι λειτούργησε στο συναίσθημα και στη σκέψη μου.
Το οτι η δράση τους ήταν μία πράξη βίας, μία ληστεία, δεν με "συγκλόνισε". Καθημερινά γίνομαι θύμα ληστείας από το κράτος (με την αυξημένη φορολογία, την υποβάθμιση των υπηρεσιών τις οποίες έχω ήδη προπληρώσει με τους φόρους και τις κρατήσεις, και την καθημερινή επιβεβαίωση της οικονομικής κακοδιαχείρισης των ιθυνόντων). Καθημερινά  υφίσταμαι τη βία της εξουσίας, κι αν έχω καταργήσει την τηλεόραση στο σπίτι μας είναι ακριβώς για να μετριάσω τις ποσότητες βίας που δεχόμαστε σαν οικογένεια. Απλά  δεν αντέχω άλλη βία να μπαίνει στο σπίτι. Ο Γκάντι υπήρξε το μοναδικό ίνδαλμα που είχα ποτέ στη ζωή μου από παιδί.
Απ' ότι φαίνεται (ξανά και ξανά στο πέρασμα του χρόνου) η απόφαση σχετικά με την τηλεόραση ήταν σωστή. Από φίλους έμαθα για τη σκύλευση των παραμορφωμένων προσώπων των βασανισμένων νεαρών από τα τηλεοπτικά κανάλια, για τις ατέλειωτες "αναλύσεις" και σχολιασμούς σχετικά με την ταξική καταγωγή των νεαρών, και για τις μομφές εναντίον των γονέων, ειδικά των μανάδων τους. Τόσοι και τόσοι διερωτήθηκαν δημοσίως (μέσα από τις στήλες τους, ή το βήμα που τους δίνουν τα διάφορα μμε) "τί είδους γονείς κατασκευάζουν τρομοκράτες;" "πώς είναι η παιδική ηλικία ενός παιδιού που μετέπειτα εξελίσσεται σε τρομοκράτη;" (Οχι απαραίτητα με αυτές τις λέξεις, αλλά το νόημα ήταν αυτό).
(Εδώ θα κάνω μία παρένθεση: Η λέξη "τρομοκράτης" παλαιότερα με μπέρδευε. Τρομοκράτης είναι κάποιος που τρομοκρατεί, κάποιος που ενσπείρει τον φόβο και τον τρόμο: με τις πράξεις και τα λόγια του, προφανώς. Οταν ήμουνα μικρή τρομοκράτες λέγανε τους αεροπειρατές, οι οποίο απειλούσαν ανθρώπους με τα φονικά τους όπλα (απειλούσαν δηλαδή το βασικό ένστικτο της επιβίωσης) και εξέτρεπαν αεροπλάνα από την κανονική τους πορεία να πάνε αλλού γι αλλού (αγαπημένοι προορισμοί οι αραβικές χώρες, εάν θυμάμαι καλά). Εξαιτίας του συναισθηματικού φορτίου που έχει να κάνει με το θάνατο, η λέξη τρομοκράτης χρησιμοποιείται περίεργα. Κάτι μας κάνει μέσα μας. Οταν την ακούω ή τη διαβάζω αναλογίζομαι ακριβώς αυτό: ποιός με τρομοκρατεί; πώς με τρομοκρατεί; με τι ακριβώς με απειλεί; πώς ωφελείται αυτός με τον δικό μου φόβο ή τρόμο;
Συνειδητοποίησα λοιπόν οτι περισσότερο με τρομοκρατούν οι γιατροί που (ελέω ειδικότητας σαν άλλοι θεοί) δεν σέβονται τα δικαιώματά μου ως ασθενούς παρά με τρομοκράτησε ποτέ η ύπαρξη της "17ης Νοέμβρη" - περισσότερο με τρομοκρατούν οι οπλισμένοι με ρόπαλα, αυτόματα, και ασπίδες νεαροί αστυνομικοί σε μία διαδήλωση παρά οι οργισμένοι τύποι που πετάνε μάρμαρα - περισσότερο με τρομοκρατεί η ιδέα οτι μπορεί να μείνουμε άστεγοι ως οικογένεια επειδή η εφορία θεωρεί οτι βγάζω περισσότερα από όσα δηλώνω (και πώς να αποδείξω οτι δεν είμαι ελέφαντας; αφού υπάρχει εξαρχής κακοπιστία) παρά το οτι τρία παληκαράκια πήγαν να ληστέψουν μία τράπεζα για την ιδεολογία τους... παρατηρώ επίσης πόσο τρομοκρατημένοι είναι από το 2010 οι φίλοι μας που παρακολουθούν ειδήσεις στην τηλεόραση... Κλείνει η παρένθεση).
Για τις μανάδες των "τρομοκρατών", λοιπόν, που έγινε τόσος πολύς λόγος αυτές τις τελευταίες μέρες. Μπαίνω στα παπούτσια τους, που λένε, και φαντάζομαι τον πόνο και την αγωνία τους στην είδηση οτι το παιδί τους (αρτι ενηλικιωθέν) συνελήφθη για ληστεία και οπλοφορία. Γνωρίζοντας πώς νιώθω εγώ όταν βλέπω μία γρατζουνιά ή μια μελανιά στα πόδια ή στα χέρια των παιδιών μου (κάτι το ποδόσφαιρο, κάτι οι γάτες, κάτι από δω κάτι από κει...) και φρικάρω, και σπεύδω με κρεμούλες, βάλσαμα και γιατροσόφια να απαλύνω το τραύμα και να ανακουφίσω τον πόνο, μπορώ ίσως να φανταστώ κάτι από τη φρίκη την ανησυχία και τον πόνο που ένιωσαν οι μαμάδες των νεαρών αναρχικών βλέποντας τα παραμορφωμένα από τα χτυπήματα πρόσωπα των παιδιών τους.
Είδαμε τα πονεμένα και παραμορφωμένα πρόσωπα. Τι είδους παραμόρφωση, όμως, πρέπει να έχει ένας άνθρωπος μέσα του για να προκαλέσει τέτοια παραμόρφωση στο πρόσωπο ενός συνανθρώπου του; Πόσο πόνο πρέπει να έχει συσσωρεύσει, και από πού, για να προκαλέσει τέτοιο πόνο ηθελημένα, σε ένα άλλο άνθρωπινο όν;
Εμαθα οτι υπήρξε και μία γυναίκα με  ένα πανώ (έξω από το αστυνομικό τμήμα; έξω από τα δικαστήρια; κάπου) που έγραφε κάτι του στυλ "και οι μπάτσοι έχουν μανάδες".
Και είπα: μάλιστα! Και οι μπάτσοι έχουν μανάδες, όπως και οι βασανιστές. Για τις μαμάδες αυτές, όμως, ουδείς λόγος. Ελάχιστοι διερωτήθηκαν τί είδους μάνες είναι αυτές που "παράγουν"  βασανιστές, τι είδους παιδική ηλικία θα πρέπει να έχουν κάποιοι άνθρωποι για να διεξάγουν ή να συμμετέχουν σε βασανιστήρια. Πώς ήταν η οικογένειά τους; Από ποιά κοινωνική τάξη προέρχονται; Τι, τελοσπάντων, έκαναν τόσο λάθος οι γονείς στην ανατροφή τους ώστε να τους βγεί το παιδί τους βασανιστής; 
Βασανιστής είναι κάποιος όταν προκαλεί ηθελημένα πόνο στον συνάνθρωπό του. Στον αδύναμο (θεσμικά ή σωματικά) συνάνθρωπό του, ο οποίος μάλιστα δεν μπορεί (εξαιτίας των δεδομένων συνθηκών) να αντιδράσει ή να προστατευτεί. Λέμε οτι οι βασανιστές είναι "κτήνη", υπονοώντας οτι έχουν χάσει το βασικό χαρακτηριστικό της ανθρωπιάς τους, την ενσυναίσθηση και τη συμπόνοια. Τα κτήνη,  βέβαια, ουδέποτε προκαλούν παραπάνω πόνο από όσο χρειάζεται για να σκοτωθεί το θήραμά τους ώστε να μπορούν να τραφούν από αυτό. Η βία των ζώων σχετίζεται με την επιβίωση. Η ηθελημένη βία των ανθρώπων;
Εικάζω οτι η ηθελημένη βία των ανθρώπων σχετίζεται με την εξουσία, με την παρουσία ή την απουσία της. Εικάζω, γιατί ούτε ψυχολόγος ούτε  εγκληματολόγος είμαι. Απλά διερωτώμαι τι λάθος μπορεί κάποιος να κάνει στην ανατροφή του παιδιού του ώστε το παιδί του να αρέσκεται να προκαλεί φυσικό πόνο στους συνανθρώπους του... Αναρωτιέμαι πώς νιώθουν οι μάνες των βασανιστών. Φοβούνται τα παιδιά-τέρατα που έβγαλαν; Ντρέπονται γι αυτά; Τα θαυμάζουν; Συνειδητοποιούν οτι είναι τέρατα; Και όταν το συνειδητοποιούν, τι κάνουν;
Ενα ξέρω μόνο: δεν θα ήθελα να ήμουν στη θέση τους.