Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

"Μαμά, δε θέλω να πάω σχολείο!"


«Μαμά, δε θέλω να πάω σχολείο!»


Είναι 7 και μισή το πρωί, και η μικρούλα δεν δείχνει διόλου νυσταγμένη. Εχει ξυπνήσει, απλά δεν θέλει να σηκωθεί. Μετά την τυπική διερεύνηση εάν πονάει η κοιλίτσα, ο λαιμός, το κεφαλάκι, εάν τσακώθηκε με τη δασκάλα, τη φιλενάδα, το νταή της τάξης, εάν ξέχασε να κάνει την αντιγραφή της και δεν θέλει να πάει «άγραφτη», μήπως, τελοσπάντων κάτι τη στενοχώρησε, σκάει το παραμύθι:

«Τι να πάω να κάνω στο σχολείο; Αφού δεν μαθαίνω τίποτα καινούργιο!»

Ωχ, φιλοσοφική συζήτηση θα πιάσουμε αξημέρωτα, σκέφτηκα. Ενας καλικάντζαρος που σέβεται τον εαυτό του είναι πανέτοιμος να πιάσει οποιουδήποτε είδους συζήτηση οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, αρκεί να βγει κάτι προς το συμφέρον του. Εμένα όμως η ώρα αυτή προπαντός δεν είναι το φόρτε μου. Συνεχίζει.

«Και η δασκάλα μου είναι τελείως χαζή». Παύση, όπου πάω να μιλήσω, να την υπερασπιστώ (γιατί; Από πρότερη συναδελφική δεοντολογία; ούτε ξέρω) «Αλλά τι να της πώ, δεν μπορώ να της το πω, γιατί θα την πληγώσω»

Το πρωτάκι δεν έχει κλείσει ακόμα τα 6, δεν έχουν περάσει ούτε δύο βδομάδες από την έναρξη του σχολείου. Στο νηπιαγωγείο έμαθε να γράφει, να κάνει πρόσθεση αφαίρεση και πολλαπλασιασμό, και να διαβάζει κάποιες λέξεις που της άρεσαν – χωρίς κόπο, χωρίς εργασία στο σπίτι, χωρίς να ασχοληθεί κανείς μας μαζί της (είχαμε την άποψη ότι το παιδί πρέπει να ζητήσει κάτι από μόνο του, και επίσης δεν θέλαμε να βαρεθεί στο δημοτικό, να το πάρει από κακό μάτι). Ηταν τρισευτυχισμένη στο νηπιαγωγείο, οι δασκάλες της επίσης, και εγώ που είχα ένα χαρούμενο και δημιουργικό παιδάκι. Αλλά τώρα ήταν αποφασισμένη να μην το κουνήσει ρούπι.

«Θα κάτσω σπίτι και θα κάνω ότι εργασία, ότι δουλίτσα μου βάλεις μαμά. Σχολείο βαριέμαι» Προσπαθώ να επιστρατεύσω όση νοητική διαύγεια μπορώ να έχω τη βάρβαρη τούτη ώρα, και αρχίζω να της λέω ότι η δασκάλα της μπορεί να μην είναι χαζή, ότι σε δύο βδομάδες δεν μπορεί κανείς να βγάλει τέτοιο συμπέρασμα (τα πιστεύω όλα αυτά; Αναρωτιέμαι) και ότι πρέπει να της δώσει μια ευκαιρία ακόμα (αυτό το πιστεύω), ότι στο σχολείο θα βρεί νέους φίλους (αυτό είναι αναπόφευκτο), ότι θα μάθει ένα σωρό καινούργια συναρπαστικά πράγματα…

Με αντικρούει. «Κοίτα, εγώ νομίζω ότι εσύ μπορείς να μου μάθεις περισσότερα, εμείς εδώ έχουμε τόσα βιβλία, ότι με ενδιαφέρει το έχουμε σίγουρα, μου έχεις μάθει τόσα ως τώρα, ότι χρειάζομαι να μάθω ξέρω ότι το ξέρεις! Δεν είσαι χαζή!»

Στο μεταξύ η σοβαρή μεγάλη της αδελφή – τρίτη δημοτικού – έχει σηκωθεί, ντύνεται, και έχει στήσει αυτί να δει πού θα πάει η κουβέντα με το επαναστατημένο πρωτάκι.

Το επαναστατημένο έχει ένα σωρό επιχειρήματα – άσσους στα μανίκια της (όλο το βράδυ αυτά επεξεργαζόταν;) Φτάνει σε σημείο που αν θέλω να είμαι ειλικρινής και ξεκάθαρη απέναντι στον εαυτό μου και στα παιδιά μου, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ολόψυχα μαζί της. Η κριτική του σχεδόν εξάχρονου για το εκπαιδευτικό σύστημα (από το οποίο έχει εμπειρία δύο εβδομάδων) θα μπορούσε κάλλιστα να ακούγεται από διδάκτορα της παιδαγωγικής. Επισημαίνει όλα τα τρωτά και τα αντιπαιδαγωγικά, και, μη έχοντας άλλη λύση μέσα στο νου της λέει «θα κάτσω σπίτι».

Τα επιχειρήματά της εγώ δεν μπορώ να τα αντικρούσω, κι εγώ όταν άφησα την εκπαίδευση για την τωρινή μου εργασία, για τους ίδιους λόγους την άφησα. Δεν ήθελα να είμαι μέρος ενός συστήματος που (κατ’ εμέ) υπονομεύει την αληθινή πρωτοβουλία, καταργεί τη χαρά της μάθησης, ευνουχίζει την κριτική σκέψη και έρευνα (όλη η γνώση έρχεται πακεταρισμένη σε βιβλία που πρέπει να μάθεις απέξω), που σκοτώνει τη δημιουργικότητα και τον πολιτισμό, που η διοίκησή του λειτουργεί στρατιωτικά με το «δίκιο» του παλαιότερου και τις αυθαίρετες αποφάσεις προϊσταμένων που λειτουργούν με αμιγώς κομματικά κριτήρια … Αυτά η κόρη μου δεν τα ξέρει, δεν τα έχω πει ποτέ, δεν ξέρει τι επάγγελμα έκανα πριν γεννηθεί. Όχι ότι το ντρέπομαι, απλά δεν το έφερε ποτέ η κουβέντα.

Καλά εγώ. Είμαι ενήλικη, ο νόμος μου δίνει το δικαίωμα να αποφασίσω τι επάγγελμα θα κάνω, δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν κοινωνικό λειτουργό ή εισαγγελέα αν θα συμμετέχω ή όχι στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά τα παιδιά πρέπει να ενταχθούν θέλουν δε θέλουν, βαριούνται δε βαριούνται… «Πρέπει να την πιέσεις», άκουγα από κάθε κατεύθυνση «να μην της αφήσεις περιθώρια».

Δε θα μακρυγορήσω. Επί ένα χρόνο προσπαθούσα να βρώ επιχειρήματα κάθε πρωί για να πάει στο σχολείο η μικρή – καταλήξαμε στο άκρως παιδαγωγικό ότι πρέπει να πηγαίνει γιατί αλλιώς η μαμά μπορεί να πάει και φυλακή, ή να την πάρουν μακριά από τη μαμά επειδή μια μαμά που δεν στέλνει το παιδί της στο σχολείο θεωρείται κακή μαμά και η πολιτεία μπορεί να αποφασίσει ότι δεν κάνει να μεγαλώνει η ίδια τα παιδιά της (σούπερ απειλή για το εξάχρονο – για οποιοδήποτε παιδί, δηλαδή).

Στην πρώτη συνάντηση γονέων με τη δασκάλα συνειδητοποίησα ακριβώς τι εννοούσε το παιδί μου όταν μου είπε ότι «είναι χαζή». Ηταν σαφώς μειωμένης νοημοσύνης, και επίσης παντελώς ανεκπαίδευτη στα παιδαγωγικά. Φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι τα παιδιά που δεν ταίριαζαν στην εικόνα που είχε εκείνη για το πώς πρέπει να είναι τα «καλά παιδιά» τα αντιμετώπιζε είτε σαν παραβατικά (με φωνές, νουθεσίες, τιμωρίες) είτε σαν διανοητικά καθυστερημένα (με συγκατάβαση, λύπηση, και κοινωνικό αποκλεισμό). Ετσι ακριβώς αντιμετώπιζε και το δικό μου.

Τι κι αν η μικρούλα ενδιαφερόταν διακαώς για την αστρονομία, για τη δημιουργία του πλανήτη και των σπηλαίων, για τους φακούς και τα κάτοπτρα; Αυτά δεν χωρούσαν στο αναλυτικό πρόγραμμα… Τι κι αν πριν πάει σχολείο εξηγούσε μαθηματικές έννοιες με την άνεση που άλλα παιδιά λένε «τα τρία γουρουνάκια»; Αφού έκανε δύο λάθη στην αφαίρεση ήταν «άσχετη από μαθηματικά». Τι κι αν είχαν περάσει μόνο τρείς μήνες στην πρώτη δημοτικού, τα λαθάκια στην ορθογραφία της προδιέγραφαν το μέλλον ως «ανεπίδεκτη στην ορθογραφία». Και έτσι πέρασε ένας χρόνος.

Ενας χρόνος συγκρούσεων με το οικογενειακό και το φιλικό μου περιβάλλον, με το παιδί μου, με τον εαυτό μου (για διαφορετικούς λόγους με τον καθένα). Ενας χρόνος όπου προσπαθούσα να κρατήσω άσβεστο το ενδιαφέρον του παιδιού μου για τη γνώση, κόντρα σε ότι της έκανε το σχολείο (μέσω της δασκάλας της). Η πίεση ήταν μεγάλη, όμως, και δεν τα κατάφερα για πολύ. Αρνήθηκα να της δώσω φάρμακα για το σύνδρομο ελλειματικής προσοχής που η δασκάλα απεφάνθη ότι είχε το παιδί, αντίθετα ήρθα σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί της για την παιδαγωγική της (δεν κατάλαβε τίποτα, φυσικά) όταν, στο τέλος της δευτέρας δημοτικού μου είπε ότι η μικρή δεν έχει ελπίδες γιατί δεν τα παίρνει τα γράμματα (sic).

Και ο αγώνας συνεχίζεται.






1 σχόλιο:

  1. kaloooooo!!!!! akou ekei den pairnei ta grammata!!! oti pio ''xazo'' exw akousei!!! eleos...!!! prepei na pairnane tis daskales/ous-ka8igites/tries apo kapoiou eidous test prin tous valoun na dida3oun. prepei na alla3ei i paidia!!!ginetai??????

    ΑπάντησηΔιαγραφή