Πέμπτη 28 Ιανουαρίου 2010

Στιγμιότυπα


Είναι κάποιες ώρες που λέω χαλάλι η κούραση, χαλάλι η δυσθυμία, ο εκνευρισμός, χαλάλι ακόμα και οι ώρες που με πιάνει απελπισία.

Ιδού τρία τέτοια στιγμιότυπα:

 Εχουν κοιμηθεί τα δύο μικρά, ο σύντροφός μου κι αυτός έχει πέσει στο κρεβάτι μ’ ένα βιβλίο κι εγώ κάθομαι στον υπολογιστή και τελειώνω ένα κείμενο για τη δουλειά. Η χτεσινή νεράιδα και σημερινή χεβυμεταλού έρχεται δειλά-δειλά και μου λέει «να κάτσω να μελετήσω μαζί σου; Δεν μπορώ όταν ακούν οι άλλοι!» Της νεύω καταφατικά, και βγάζει από τη θήκη έγχορδο και παρτιτούρα. Την κοιτάζω, χαμογελάω αυτό το χαζομαμαδίστικο (σύμφωνα μ’ εκείνη) χαμόγελό μου, και σταματάει. Πιάνουμε την κουβέντα – και τι δε λέμε! Τέτοιες ώρες γινόμαστε συνένοχες, φιλενάδες, μιλούν τα μάτια μας, μιλούν οι καρδιές μας, γελάμε συνωμοτικά. Εχουμε ξεχάσει εγώ το κείμενό μου, εκείνη τη μελέτη της. Η ώρα περνάει. Περνάει τόσο γλυκά, που δεν το συνειδητοποιώ, και κάποια στιγμή κοιτάζω το ρολόι. Περασμένα μεσάνυχτα. Αύριο το ρολόι θα χτυπήσει σπαστικά στις εξήμιση, όπως κάθε μέρα. Δύσκολο να χαλάσεις αυτή την ωραία ατμόσφαιρα, τη ζεστή, την αγαπητική, τη συνωμοτική, τη σπάνια… Γι αυτή την ατμόσφαιρα δίνω και την ψυχή μου!

 Είναι το απόγευμα του καλικάντζαρου. Εχουμε τσακωθεί, την έχω απειλήσει ότι θα της αφαιρέσω τον υπολογιστή εάν δεν μελετάει (Που ξέπεσα! Σε τέτοιες απειλές! Απελπισία!), κι εκείνη αναρωτιέται αν θα κρατήσω την υπόσχεσή μου για το «δικό μας απόγευμα». Για δευτερόλεπτα μπήκα στον πειρασμό, δε λέω (είμαι και κουρασμένη!), αλλά διαβάζω τη σκέψη της, και αντιστέκομαι σθεναρά. Μπαίνουμε στο αυτοκίνητο. Την προηγούμενη φορά πήγαμε για ψώνια μες στη βροχή, και πήραμε ολόιδιες μπλούζες («μμμ, τα συλληπητήριά μου» ήταν το σχόλιο, μαντέψτε τίνος) και το χαρήκαμε. Και μοιράστηκε μαζί μου τα όνειρά της για μένα!!! Απόψε της είχα έκπληξη. Τι έκπληξη, δηλαδή, αφού μου εκμυστηρεύτηκε ότι αυτό ήθελε από μέρες, αλλά τέλοσπάντων: παγωτό στο Χάγκεν-Ντας της πλατείας, και κουβεντούλα. Και γέλιο, πολύ γέλιο. Μου λέει ιστορίες από το σχολείο της, της λέω ιστορίες από τότε που πήγαινα κι εγώ σχολείο. Της αρέσουν πολύ αυτά, της αρέσει ν’ ακούει πώς ήταν η μαμά της μικρή. Με κοιτάει με τις ματάρες της και μου πιάνει το χέρι – όταν δεν κάνει πειραχτικά καλικαντζαρίστικα σχόλια!
Η μικρή γλυκάθηκε με το παγωτό, εμένα γλυκάθηκε η ψυχή μου.

 Είναι 8 παρά τέταρτο το πρωί, και μόλις έχω γυρίσει από την πρώτη διανομή «σχολικού». Ο νεαρός έχει ντυθεί καλά, και γυροφέρνει στην κουζίνα (ντύνεται άμα τη εγέρσει του, κάτι που οι αδελφές του σνομπάρουν – προτιμούν να κάνουν τις νυσταγμένες, μπας και τις λυπηθώ! χα χα!). Πίνει γάλα «ασπρόμαυρο», και μόλις κάθομαι κι εγώ να πιώ λίγο κάτι, έρχεται με άλμα αιλουροειδούς και γαντζώνεται επάνω μου. «Πρωινή αγκαλίτσα για να πάει καλά η μέρα, μαμά».

Εμ, είναι δυνατόν να μην πάει;



1 σχόλιο: