Βαρύς ο πόνος και ο αναστεναγμός. Όχι, δεν γράφω λαϊκό άσμα. Ημέρες δύσκολες και νύχτες ξάγρυπνη η κόρη, με πόνους άσχετους που μαρτυρούν ζόρι ψυχής, ξεκλέβει ύπνο ανήσυχο, ρηχό, τα απογεύματα. Φόβοι ανομολόγητοι καθώς ένα απ’ τα σταθερά σημεία της ζωής της καταρρέει, το σύστημα υφίσταται κλυδωνισμούς επώδυνους και επικίνδυνους. «Μ’ αγαπά – δεν μ’ αγαπά»; Προσπαθεί να ανιχνεύσει σταθερές αξίες; Να αυτοπροσδιοριστεί μέσα στην κινούμενη άμμο της εφηβείας; Να ψηλαφήσει τα όρια τα δικά της και των άλλων; Να διαχειριστεί το χώρο, το χρόνο, τις φιλίες, τις αγάπες, τις σχέσεις με τα’ αδέλφια, με το μπαμπά και τη σύντροφό του, με τη μαμά και τον σύντροφό της; Κάτι απ’ αυτά, όλα μαζί, ή άλλα που μου διαφεύγουν.
Πρώτες βοήθειες της ψυχής τ’ ανθοϊάματα. Να ‘ναι καλά ο Δρ Μπάχ εκεί που βρίσκεται. Πόσες φορές τον έχω ευχαριστήσει νοερά. Παράλληλα μές στη μικρή τσαγιέρα βάζω λιγάκι χαμομήλι, φύλλα κανέλλας, βαλεριάνα και αστεροειδές γλυκάνισο, με βάμμα από σπαθόχορτο και ανθοϊαμα μποράντζας. Και λίγο μέλι από ρείκι. Στις πρώτες δυό γουλιές το πρόσωπό της χαλαρώνει και χαμογελά. Κανένας δεν μου έδωσε τη συνταγή. Μόνη της ήρθε, την ώρα που έπλενα τα πιάτα προσέχοντας μην κάνω θόρυβο και ταράξω περισσότερο τον ήδη ταραγμένο ύπνο της. Η ντροπαλή μου κόρη σπάνια μιλά. Ότι χρειάζεται να ξέρω το μαθαίνω σιωπηλά από την έκφραση του προσώπου της, τον τρόπο που κάθεται, τον τόνο της φωνής της όταν μιλά περί ανέμων και υδάτων, το πώς αφήνεται στην αγκαλιά μου κι ας είναι πλέον έφηβη. Οι ώρες περνούν. Πίνει το μίγμα κάνοντας τα μαθήματα της επομένης. Πριν κοιμηθεί βάζω τα χέρια στο κεφάλι και στο ηλιακό της πλέγμα, διοχετεύοντας ενέργεια γαλήνης, ελπίδας, καθαρμού. Ο ύπνος της βαθύς και ήρεμος απόψε, ξυπνά καλά και με χαμόγελο. Τα λουλουδάκια έκαναν το θαύμα τους και πάλι.
Πόσο όμορφα κι απλά συνερχόμαστε με λίγη βοήθεια από τη φύση και από μια στοργική διαισθητική μανούλα! Μου έφτιαξες τη μέρα!
ΑπάντησηΔιαγραφή