Σάββατο 23 Ιουλίου 2011

Του Βορινού Φεγγαριού

Πριν καμιά βδομάδα ψαχνόμαστε να πάμε κάπου να κατασκηνώσουμε με τα παιδιά. Επεσαν τόσες πολλές ιδέες στο τραπέζι, που καταλήξαμε να ψάχνουμε το google earth μία μέρα πριν! Ανάμεσα Ψαροπούλι και Κοτσικιά, λοιπόν, είδαμε μία μεγαλούτσικη παραλία, που "κάτι" μας είπε. Ο δρόμος φαινόταν χωματόδρομος, και τηλεφωνήσαμε σε ντόπιους φίλους να ρωτήσουμε λεπτομέρειες, αν θα τα καταφέρει το αυτοκίνητό μας ή όχι, για να πάρουμε την τελική απόφαση.
Μετά από ολίγη περιπλάνηση και ψάξιμο (κατεβήκαμε 2-3 χωματόδρομους, αλλά δεν μας "μίλησε" κανένας τόπος), φτάσαμε σε μία παραλία που μας μάγεψε.


Υπήρχαν ήδη μερικές σκηνές, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η παραλία και τόσο λίγες οι σκηνές που δεν το σκεφτήκαμε. Επρεπε απλά να "ισιώσουμε" λιγάκι το έδαφος εκεί που είπαμε να στήσουμε τις σκηνές μας.Το φως ήδη έπεφτε, και βιαστήκαμε. Εργαλεία για το ίσιωμα βρήκαμε ανάμεσα στα μισολιωμένα πλαστικά και αλλόκοτα ξύλα που είχε ξεβράσει η θάλασσα. Μου φάνηκε περίεργο που ένιωσα τόσο καλά σε μια παραλία γεμάτη σκουπίδια.
Οι διπλανοί μας ήταν 2-3 σκηνές και μία τέντα από ξύλα και πανιά, κάτω από την οποία είχε στηθεί ολόκληρο σπιτικό. Ο αέρας μας έφερνε τις φωνές τους από μία βάρκα στα ανοιχτά.
Αργότερα, όταν είχε πια νυχτώσει, και οι σκηνές μας είχαν στηθεί, γύρισαν πίσω με μάλλον καλή ψαριά, και βάλθηκαν να ψήνουν. Εμείς καθήσαμε ήσυχα να απολαύσουμε την νύχτα με τ' άστρα. (Η αλήθεια είναι οτι μας χάλαγε το συνεχές μπούρου-μπούρου των διπλανών και το έντονο φως τους, αλλά νιώθαμε τόσο καλά που βρισκόμαστε εκεί, που δεν γκρινιάξαμε σχεδόν καθόλου!)

Η Μεγάλη Αρκτος ελαφρώς αριστερά, ο Πολικός Αστέρας ίσια μπροστά μας. Η παραλία κοιτούσε βοριά (έτσι εξηγήθηκαν και τα ξεβρασμένα από τη θάλασσα σκουπίδια). Το φεγγάρι - στη χάση του - δεν είχε ανατείλει ακόμα.
Μπήκα στη θάλασσα. Αγνωστη θάλασσα, και με φόβισε μέσα στο σκοτάδι. Τον μικρούλη δεν τον άφησα να μπει καν από τον φόβο μου. Περπατώντας με προσοχή, η θάλασσα άρχισε να λαμπυρίζει στο κάθε μου βήμα, στην κάθε μου κίνηση. Πλανγκτόν! Δεν είχα ξαναδεί, και έπαιξα μαζί τους ώρα πολλή. Αστέρια ψηλά, αστέρια και στο νερό.
Ο αέρας της νύχτας ήταν τόσο ζεστός, που βγαίνοντας έμεινα με την πετσέτα.
Μετά τα βραδινά φρουτάκια, και κουβέντα στην κουβέντα, ο μικρός μας κοιμήθηκε στην καρέκλα του (και τον μετέφερα στη σκηνή), και η σελήνη ανέτειλε. Απίστευτο φως, κι ας ήταν τόσο λίγη. Ανέτειλε πίσω από τον δασωμένο λόφο στα δεξιά μας, και χαρήκαμε στη σκέψη οτι και ο ήλιος δεν θα πέσει κατευθείαν επάνω μας το πρωί, θα έχουμε κανένα μισάωρο με τρία τέταρτα μετά την ανατολή...
Δεν έχει πολλή σημασία τι λέει κανείς κάτω από το φεγγάρι δίπλα στη θάλασσα, όταν υπάρχει αγάπη και τρυφερότητα ανάμεσα στους συνομιλητές. Δεν θυμάμαι τι λέγαμε οι τρείς μας, μου έχει μείνει μόνο αυτή η αίσθηση της μαγείας που υφίσταται όταν η ενέργεια ρέει απαλά κι αβίαστα ανάμεσα σε ανθρώπους που αγαπιούνται. Η μεγάλη κόρη μας είχε δώσει τις πατούσες της για χάδια, κάτι που κάνει μόνο στις πολύ καλές της στιγμές. Κάποια στιγμή, μάλιστα, μας είπε το πόσο της αρέσει να είναι μαζί μας. Ανέπνευσα πολύ βαθιά.
Πώς τη λένε άραγε αυτή την παραλία, μας ρώτησε. Ιδέα δεν είχαμε. Σε κανένα από τους χάρτες που κοιτάξαμε δεν αναφερόταν όνομα. Να τη βαφτίσουμε εμείς, λοιπόν. Κοιτώντας το φεγγάρι μου ήρθε: η παραλία του βορινού φεγγαριού! Πολύ ινδιάνικο, είπε ο ένας. Τίτλος ταινίας, είπε ο άλλος. Τίτλος μυθιστορήματος, ξανάπε ο πρώτος. Αλλά ωραίο, ξανάπε ο δεύτερος. Κατωχυρώθηκε, λοιπόν, είπα εγώ. Του Βορινού Φεγγαριού!
Το πρωί βουτήξαμε νωρίς, με τη βοήθεια των διπλανών μας βρήκαμε νερό από πηγή που έτρεχε στη θάλασσα, περπατήσαμε λιγάκι στα πέριξ, δάσος και ρεματιά και δασικοί δρόμοι, και φάγαμε πρωινό. Επιασε και ο βοριάς που αναμενόταν. Ο καλός μου βάλθηκε να δέσει καλά τις σκηνές μας με τα σούπερ καρφιά που πήραμε για την περίσταση. Μας επισκέφθηκαν φίλοι.

Τα δυό παιδιά που ήταν μαζί μας έπαιξαν ώρες στη θάλασσα, η μεγάλη έκανε σοβαρή ηλιοθεραπεία, ο νεαρός εξερευνήσεις, εγώ βουτιές, ο καλός μου διάβαζε μυθιστόρημα. Λίγη η σκιά, κι όταν ο ήλιος έγινε αφόρητος αποφασίσαμε να βρούμε το δρόμο για το διπλανό χωριό να φάμε.




Ρωτώντας, μάθαμε αρκετά πράγματα για την παραλία του Βορινού Φεγγαριού. Πρώτον, οτι είχε άλλο όνομα (κοινότυπο). Δεύτερον, οτι το πυκνό πευκοδάσος που την περίκλειε ήταν νεαρής ηλικίας: πριν καεί το 1977, είχε πανύψηλα σεβάσμια πεύκα που έφταναν μέχρι τη θάλασσα. Τρίτον, οτι το πέτρωμα που κοσμούσε με λευκές φλέβες το βράχο στα αριστερά ήταν πολύτιμο, και μέχρι τη δεκαετία του 70 περίπου έρχονταν με καράβια και το έπαιρναν για βιομηχανική χρήση. Υπήρχε και μία τσιμεντένια προβλήτα που διακρινόταν άκρη-άκρη αριστερά αν κολυμπούσες αρκετά  βαθιά.

Το δεύτερο βράδυ μας ήπιαμε τσάι φασκόμηλο (που κόψαμε από το δάσος δίπλα μας) και ανάψαμε φωτιά. Το ήθελε ο νεαρός, κι εγώ βαριόμουν, αλλά για καλή του τύχη είχαμε μαζί μας μία φίλη εκείνη τη νύχτα που προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει. Μάζεψαν ξυλαράκια, και με το που νύχτωσε είχαμε μία ωραία φωτιά. Και πάλι, πριν σβήσει η φωτιά κι ανέβει το φεγγάρι ο νεαρός κοιμήθηκε, κουλουριασμένος αυτή τη φορά μέσα σε ένα παρεό...


Υπάρχει κάτι αρχέγονο και μαγικό στη  ζωντανή φωτιά - ερχόμαστε σε επαφή μαζί του με το τζάκι, τα κεριά, και τις φωτιές στις παραλίες τα βράδια. Πόσες φωτιές, πόσα τραγούδια, πόσες σκέψεις σκαλίζοντας και βάζοντας καινούργια ξυλαράκια στη φωτιά, πόση νοστιμιά η τροφή που ψήνεται έτσι! Εκείνο το βράδυ δεν είχαμε προνοήσει, το απόγευμα δεν είχαμε σκεφτεί καν οτι θα ανάβαμε φωτιά, κι έτσι το μόνο που είχαμε (που θα μπορούσε να ψηθεί) ήταν το ψωμί του πρωινού μας. Και φυσικά το ψήσαμε, περασμένο σαν σουβλάκι μέσα σε ένα καλάμι που βρήκαμε πρόχειρο. Πεντανόστιμο, κι ας ήταν το κοινότυπο λευκό ψωμί του τοπικού φούρνου! Ψωμί, φωτιά, νερό απ' την πηγή, λίγο τσάι φασκόμηλο, και καλή παρέα. Κατά παραγγελία της νεράιδας, βγήκα στη γύρα να μαζέψω λίγο φασκόμηλο παραπάνω, να βάλουμε στη φωτιά μας να μυρίσει. Και η φωτιά μας ευωδίασε. Αργά το βράδυ σβήσαμε τα απομεινάρια με άμμο και νερό. Η νύχτα ξαναγέμισε αστέρια.

Είμαστε όμως πολύ κουρασμένοι για να τα απολαύσουμε. Κάναμε βουτιά στις σκηνές μας και κοιμηθήκαμε στην πρώτη ανάσα. Την επόμενη μέρα, ο νεαρός περπάτησε μέχρι την άκρη της παραλίας και έφερε (μέσα σε μία πλαστική γλάστρα που βρήκε ξεβρασμένη από το κύμα) κομμάτια από το λευκό πέτρωμα. Ηταν μαλακό, λέει, κοβόταν εύκολα. Από τον τρόπο που το κουβαλούσε φαινόταν οτι ήταν βαρύ. "Δεν πειράζει μαμά. Είναι πιο περιπέτεια έτσι". Πριν από μερικά χρόνια η μεσαία μου κόρη (που δεν μας τίμησε αυτή τη φορά με την παρουσία της) είχε πει "μαμά, εγώ χωρίς περιπέτεια, να ξέρεις, δεν μπορώ να ζήσω!"



Πέρα από όλες τις γκρίνιες και τις δυσκολίες και τις δυσφορίες και τις ανοησίες που ζώ στην καθημερινότητά μου (και απ' τα τερατάκια μου τα ίδια), ημέρες σαν αυτές που περιέγραψα νιώθω απίστευτα ευγνώμων στη ζωή και στα παιδιά μου... Ζήτω η περιπέτεια, λοιπόν.