Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Εγκώμιο του βιβλίου


Ναι, είμαστε διαβαστερή οικογένεια (όσοι διαβάζετε αυτό το μπλογκ το ξέρετε ήδη, φυσικά). Στοιβάζονται τα βιβλία μας στο σπίτι, και ποτέ δεν έχουμε αρκετά, ούτε χώρο να τα βάλουμε. Συχνάζουμε σε παζάρια, χαριστικά ή φιλανθρωπικά, βιβλιοθήκες, ράφια φίλων, σάιτ με δωρεάν βιβλία που κατεβάζουμε, αλληλοδανείζουμε και αλληλοδανειζόμαστε... Τα βιβλιοπωλεία έγιναν πλέον τόποι μεγάλου πειρασμού.


Γράφω επειδή διαβάζω, το ίδιο κι όλοι μας. Αυτή είναι μόνο μία από τις επιδράσεις του γραπτού λόγου. 


Είναι μεγάλη απόλαυση να μπορείς να ζεις ταξίδια και περιπέτειες καθισμένη στην αγαπημένη σου πολυθρόνα, σε μια αιώρα στο δάσος, στην παραλία την ώρα που οι άλλοι πίνουν φραπέδες και παίζουν ρακέτες, στο κρεββάτι πριν κοιμηθείς, στο κρεββάτι πριν σηκωθείς το πρωί, στη βαρετή διαδρομή του λεωφορείου, στην αίθουσα αναμονής του γιατρού, στο κρεββάτι με φακό κάτω από τα σκεπάσματα (μη σε δει καμιά μαμά και σου πει τα κλασσικά τι ώρα είναι, πώς θα σηκωθείς αύριο το πρωί, κτλ κτλ), στην τουαλέτα, μέσα στο τρένο, στο αεροπλάνο, στο καράβι (κατάστρωμα, με πλώρη για νησί), στο καφενεδάκι των διακοπών, πίνοντας τον απογευματινό σου καφέ μόνη στη βεράντα, ή το πρωινό τσάι στην κουζίνα...


 Κι ας νιώθεις καμιά φορά χαμένη σ' ένα πλήθος που δεν σε καταλαβαίνει, που τρελλαίνεται γύρω σου και σε θεωρεί ονειροπαρμένη, εκτός τόπου και χρόνου, παράξενη... Ολα λίγο-πολύ αληθεύουν, φυσικά. Αλλά δεν δίνουν αρνητικό πρόσημο στην προσωπικότητα.



Είναι πράγματι παράξενο το συναίσθημα να βρίσκεσαι πάνω στην πλάτη ενός ελέφαντα στην Ινδία τον προπερασμένο αιώνα, ταξιδεύοντας με τον Φίνεας Φόγκ και μια Ινδή πριγκίπισσα, και να ακούς "επόμενη στάση: Ευαγγελισμός". Η να βρίσκεσαι πλάι στον Γκάνταλφ που πολεμάει το Μπάλρογκ για να μπορέσουν οι σύντροφοί του να βγούν σώοι από το τούνελ πάνω στα χιονισμένα βουνά της Μέσης Γης, και να κοιτάς πλάι σου το μποτιλιάρισμα της λεωφόρου Κηφισίας. Σηκώνεις το κεφάλι και μεσολαβούν κάποια λεπτά για να ξαναβρείς "την πραγματικότητα" - είναι λιγάκι σαν jet lag, σαν την αλλαγή ωραρίου στις υπερατλαντικές πτήσεις, που η μέρα σου είναι νύχτα τους και τούμπαλιν. Και ζεις πολλές ζωές μέσα σε λίγες ώρες.


Τα παιδιά μου έχουν αλλάξει πολλά αναγνωστικά γούστα. Περιμένω πώς και τι να διαβάσουν και τα δικά μου αγαπημένα βιβλία, αλλά προς το παρόν απαξιώνουν τα γούστα της μαμάς (είναι η μαμά, ανήκει σε άλλη γενιά, πωπω τι διαβάζανε τα καημένα στην εποχή της, όλο κάτι βαρετά διαβάζει και ενθουσιάζεται, κτλ). Μάταια έβγαζα κάποτε λογύδρια περί "καλής λογοτεχνίας", στο βρόντο. Οπως και με τη μουσική. Αλλά πού θα πάει! (Τουλάχιστον χαίρομαι να διαβάζω αυτά που γράφουν για το σχολείο ή αλλού - όταν, φυσικά, μου επιτρέπουν να τα διαβάζω!)



Η περιέργεια και η δίψα για γνώση (και η ικανότητα μάθησης) μέσα  στο μυαλό μου ταυτίζονται με την ψυχική υγεία. Μου φαίνεται τρελλό να κλείνουν οι δημόσιες βιβλιοθήκες, εγκληματικό. Οι ιδέες υπάρχουν για να ανταλάσσονται, να διερευνώνται, να αναπτύσσονται, να εμπνέουν, να προβληματίζουν, να ανακουφίζουν, να χαροποιούν, να τρέφουν, να διδάσκουν, να θεραπεύουν, να ανοίγουν παράθυρα μέσα στα παράθυρα και πόρτες μέσα σε πόρτες μέσα μας. Το ίδιο και οι λέξεις, το ίδιο και οι ιστορίες. Ειδικά οι ιστορίες!



Ολοι οι μεγάλοι σοφοί όλων των παραδόσεων δίδασκαν με ιστορίες. Ιστορίες που πέρασαν από αυτί σε αυτί και από γενιά σε γενιά, και κάποτε γράφτηκαν. Σήμερα μπορούμε να διδασκόμαστε από τις ιστορίες των Ινδιάνων, των γηγενών της ερήμου Καλαχάρι, τις ιστορίες των Σούφι, τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμμ, τις παραβολές του Χριστού, να επιλέξουμε τι μας πηγαίνει, τι μας "μιλάει", και να το μοιραστούμε με τους φίλους, τα παιδιά, τους γονείς ή τους μαθητές μας. Μπορούμε, γιατί οι ιστορίες καταγράφτηκαν, ενίοτε εικονογραφήθηκαν κιόλας, και φυσικά ερμηνεύτηκαν από πλείστους όσους (και από μας τους ίδιους). Βιβλία που μιλούν για άλλα βιβλία που μιλούν για άλλα βιβλία σε έναν αέναο διάλογο, δανεισμό, αντιπαράθεση, που σε βάζουν να ψάξεις και να διαβάσεις κι άλλα, κι άλλα... Βιβλία που σε κάνουν να νιώθεις πλούσια με το που ολοκληρώνεις και την τελευταία σελίδα. Βιβλία που σε κάνουν να νιώθεις σοφή ή κουτσομπόλα. Βιβλία που σε κάνουν να ξανακοιτάξεις γύρω σου, γιατί σου άλλαξαν τα μάτια.


Οραματίζομαι έναν κόσμο που το διάβασμα να είναι χαρά και δικαίωμα (όχι αγγαρεία ή πολυτέλεια), έναν κόσμο γεμάτο βιβλιοθήκες, έναν κόσμο γεμάτο συγγραφείς και αναγνώστες. "Η πένα είναι δυνατότερη από το σπαθί", λένε οι αγγλοσάξωνες ("the pen is mightier than the sword"). Το βιβλίο το χαίρονται όλες οι αισθήσεις: το διαβάζεις, το αγγίζεις, το κοιτάζεις, το μυρίζεις, μιλάς κι ακούς γι αυτό, το ακούς να στο διαβάζουν, κάποιοι το γεύονται κιόλας (με ολέθριες συνέπειες, όπως ο Χόρχε στο Ονομα του Ρόδου!!!). Είναι πολυαισθητηριακή εμπειρία, που δύναται να εξελιχθεί και σε μικρό ή μεγάλο έρωτα... Γι αυτό ανοίγει η καρδιά μου όταν βλέπω φωτογραφίες σαν τις παρακάτω.




Πρόσφατα έμαθα οτι στη Βουλγαρία μετέτρεψαν κάτι παλιά εκτός κυκλοφορίας λεωφορεία σε δημόσιες βιβλιοθήκες (τα ανακύκλωσαν!) Και ιδού.


Οι δικές μας βιβλιοθήκες πάνε να κλείσουν, στο όνομα της εξοικονόμησης χρημάτων, λέει. Αδιανόητο μου φαίνεται. Πόσο φτωχοί να γίνουμε, πια;
"Οποιο και να είναι το κόστος των βιβλιοθηκών μας, το τίμημα είναι ευτελές μπροστά σ' αυτό ενός έθνους που ζει μέσα στην άγνοια".

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Σκόρπιες σκέψεις καλοκαιρινού μεσημεριού

Καλοκαιράκι, και η ζωή κυλάει απλά (summertime, and the living is easy που λέει και το τραγούδι). Γονείς και παιδιά απαλλαγμένοι από την καθημερινότητα του σχολείου, πρωινά ξυπνήματα, μαθήματα, εξωσχολικά, μέσα σε μια ραστώνη διακοπών, χαλαρής κοινωνικότητας, γενικού ρεμπελιού.

Παρατηρώ τον περίγυρο: οι γονείς που ακόμα εργάζονται ψάχνουν απεγνωσμένα για φτηνές λύσεις «φύλαξης» των παιδιών τους: δημιουργική απασχόληση οργανωμένη από τον τοπικό δήμο, επιδοτούμενες κατασκηνώσεις, παπουδογιαγιάδες στο χωριό, ακόμα και τα ίντερνετ καφέ της γειτονιάς παίζουν σαν απασχόληση. Είναι πολλοί οι γονείς που κάνουν βάρδιες ο ένας με τον άλλον «ποιος θα κρατήσει τα παιδιά». Δεν πάνε πολλά χρόνια που βρισκόμουν κι εγώ  στην ίδια θέση! Διαβάζω στα διάφορα φόρουμ που είμαι μέλος για τη δυσκολία που ανακύπτει στους γονείς το καλοκαίρι «που έχουν να περάσουν πολλές ώρες με τα παιδιά τους», τις συγκρούσεις, την κούραση, τον θυμό που βγαίνει εκατέρωθεν σε κάθε ευκαιρία – είναι οι γονείς που ζητούν ιδέες πώς να απασχολήσουν τα παιδιά τους, τι κρυστάλλους ή ανθοϊάματα να πάρουν για να τα βγάλουν πέρα (με τα παιδιά τους), που ψάχνουν δραστηριότητες μέσα στην πόλη «για να μη βαριούνται τα παιδιά» (αλλά και οι ίδιοι). Εχω βρεθεί κι εγώ  στην ίδια θέση, ξέρω. Και σκέφτομαι την αφύσικη ζωή μας: αστοί χωρίς άλλες ασχολίες πέρα από τις κλασικές εγκεφαλικές (σινεμά, ίντερνετ, άντε λίγη λογοτεχνία, καφέδες με φίλους, καμιά καλοκαιρινή συναυλία) δραστηριότητες που χρειάζονται ελάχιστη ως καθόλου σωματική κίνηση. Αυτή είναι η ζωή  στην πόλη, που μάθαμε να μας αρέσει.


Πριν λίγες εβδομάδες, παρατηρούσα μία οικογένεια αλλοδαπών, που ήρθε σ’ ένα ορεινό χωριό της Αχαϊας να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο αειφόρου καλλιέργειας (περμακουλτούρας) μαζί με το 6χρονο κοριτσάκι τους. Εμεναν σε μία μικρή σκηνή, δεν είχαν φέρει άλλα παιχνίδια πέρα από το αρκουδάκι της μικρής. Οι Ελληνες του σεμιναρίου εντυπωσιαστήκαμε – το κοριτσάκι «δεν ακούστηκε» όλο το 10ήμερο: κυκλοφορούσε μόνο του και άνετο ανάμεσα στα ζώα του κτήματος, συνάπτοντας σχέσεις εγγύτητας μαζί τους, η οικογένεια λειτουργούσε αρμονικά με τους δύο γονείς να εναλλάσσονται στη φροντίδα και στο χρόνο τους μαζί της, πότε-πότε συμμετείχε στα τεκταινόμενα της ομάδας μαζί τους. Ούτε φόβος, ούτε βαρεμάρα, ούτε θυμός, ούτε διδακτισμός, ούτε άγχος – μόνο υπομονή, τρυφερότητα, δημιουργία σχέσεων, περιέργεια, παιχνίδι με πλάσματα της πραγματικής ζωής.


Και βέβαια, μέσα στις μέρες αυτές, σκέφτομαι το σχολείο και τους λειτουργούς του. Το σύστημα που αποστελεχώνεται, το σύστημα που καταρρέει, το σύστημα που μας ταλαιπωρεί. Η παιδεία είναι υπό διωγμό, κάποιοι θα πούν και ανύπαρκτη: η εκπαιδευτική ύλη (το αναλυτικό πρόγραμμα) επιλέγεται για μαζική κατανάλωση, και όχι με βάση τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου για αξιοποίηση των ταλέντων,  των κλίσεων και του  δυναμικού του. Οι εκπαιδευτές, καλοπροαίρετοι (στις περισσότερες των περιπτώσεων), κουρασμένοι, ανασφαλείς, θυμωμένοι ή αδιάφοροι, έχουν (στις περισσότερες, πάλι, των περιπτώσεων) ελλιπή εκπαίδευση και αμνησία ως προς το πώς είναι να είσαι παιδάκι, προέφηβος ή έφηβος, υπηρετούν ένα σύστημα που θέλει τα παιδιά «ήσυχα, υπάκουα, και καλούς απομνημονευτές». 


Τα σχολεία ως κτίρια, πάλι, είναι τετράγωνα κτίρια με πίνακες (διαδραστικούς, πράσινους ή μαύρους – δεν έχει σημασία) καρέκλες και θρανία, άντε και κανα γυμναστήριο, άντε και κανα προαύλιο με 2-3 κακοποιημένους θάμνους. Κάποια κτίρια βάφονται με ωραία χρώματα, επενδύονται και με ωραίες εικόνες, αλλά εάν εξαιρέσουμε τις κάποιες κλειδωμένες πόρτες, και τα «σωφρονιστικά καταστήματα» της χώρας μας έτσι κάπως είναι. 

Για να είμαστε δίκαιοι στην επιλογή μας θα κάνουμε ένα τεστ: όλοι σκαρφαλώστε επάνω στο δέντρο!
"Ολοι μας είμαστε μεγαλοφυίες. Αλλά αν κρίνουμε ένα ψάρι από την ικανότητά του να σκαρφαλώνει  στα δέντρα, θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του πιστεύοντας οτι είναι χαζό" Α. Αϊνστάιν

Η νοοτροπία (στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων) είναι διαχωριστική: «εμείς και αυτοί», τόσο από την πλευρά των εκπαιδευτών όσο και από την πλευρά των εκπαιδευόμενων, και εξουσιαστική: οι εκπαιδευόμενοι έχουν σαφώς λιγότερα δικαιώματα από τους εκπαιδευτές, ακολουθούν κανόνες στους οποίους ουδέποτε συναίνεσαν, και θεωρούνται ‘μικροί’ με ότι αυτό συνεπάγεται… Η διαχωριστική και εξουσιαστική νοοτροπία διαπερνά τους πάντες, και χωρίζει τα παιδιά σε καλά και κακά, καλούς και κακούς μαθητές, έξυπνους και μπουμπούνες, προβληματικούς και χαρισματικούς, μεγάλους και μικρούς, πλούσιους και φτωχούς, ντόπιους και αλλοδαπούς – και αντί η διαφορετικότητα να γίνεται ευκαιρία για αξιοποίηση δυναμικού, γίνεται ευκαιρία για τιμωρία, καταστολή, και αποβολή από το σύστημα όσων δεν χωράνε στο περίφημο κρεββάτι του Προκρούστη… Χμ. Μας αρέσει αυτό; Προάγει τη συνεργασία, την ειρήνη, τη μάθηση, τη γνώση; Γιατί συναινούμε όλοι να συμμετέχουμε σε αυτό;


Και συνεχίζω να αναρωτιέμαι: τι θέλουμε τελικά σαν άνθρωποι; Πώς θέλουμε να ζούμε; τι θέλουμε για τα παιδιά μας; Στο πρώτο πληθυντικό έφτασα μέσα από το πρώτο ενικό (τι θέλω εγώ από τη ζωή, πώς θέλω να ζω, τι θέλω για τα παιδιά μου). Πιλατεύοντάς το μέσα στο μυαλό μου, πηγαίνοντάς το όλο και παραπέρα στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, φτάνω στο εξής. Ολοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, όλοι επιδιώκουμε να έχουμε αφθονία (αγαθών, ωραίων στιγμών, γνώσης, ερεθισμάτων για περαιτέρω εξέλιξη, αγάπης και αποδοχής), όλοι θέλουμε να κάνουμε πράγματα ωραία, ευχάριστα, δημιουργικά που να μας γεμίζουν, όλοι θέλουμε να είμαστε με κάποιον τρόπο χρήσιμοι μέσα στην κοινότητά μας ή στον κόσμο, όλοι θέλουμε να έχουμε αρμονικές αγαπητικές σχέσεις με τους γύρω μας... Ισως να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια (όπως συχνά μου λένε), αλλά εγώ αυτά ακούω χρόνια τώρα από τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους που συναντώ.

Τα παλιά καλά χρόνια λεγόταν ονειροπόληση, σήμερα το λένε σύνδρομο ελλειματικής προσοχής

 Τι είναι αυτό που μας κάνει να συντηρούμε ακόμα ένα σύστημα που δεν μας βοηθά να είμαστε ευτυχισμένοι, που μας αποτρέπει από το να εκδιπλώσουμε το εσωτερικό μας δυναμικό και τα ιδιαίτερά μας χαρίσματα; (Είμαι πεποισμένη οτι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με χαρίσματα και ταλέντα, αλλά δεν αναγνωρίζονται από γονείς και σύστημα και  θάβονται άδοξα...) Τι είναι αυτό που μας κάνει να συμμορφωνόμαστε "προς τας υποδείξεις" ενός συστήματος που μας ευνουχίζει και μας ασκεί έλεγχο σε κάθε μας σκέψη ή δραστηριότητα που δεν ταιριάζει με τις δικές του παραμέτρους; Μήπως ήρθε η ώρα να το ξανασκεφτούμε; Μήπως ήρθε η ώρα να το αλλάξουμε;

Εάν ήμουν προορισμένη να μου ασκούν έλεγχο, θα  γεννιόμουν με οδηγίες χρήσεως και τηλεκοντρόλ.