Δευτέρα 28 Δεκεμβρίου 2009

Σαββατοκύριακο με φιλενάδες


Κάποτε, εκεί περί το τέλος της προϊστορίας της ζωής μου, είχα κάνει ένα μεταπτυχιακό σχετικά με την εκπαίδευση και τα ΜΜΕ, σε πανεπιστήμιο της Δύσης. Μία πόλη μεγάλη, γεμάτη χρώματα κι αρώματα από εξωτικές αγορές και τροφές, γεμάτη μουσικές, γεμάτη κόσμο από όλα τα μήκη και τα πλάτη του πλανήτη μας. Οι "ξένες" του μεταπτυχιακού γίναμε σύντομα φιλενάδες: μία Αμερικάνα καθολική καλόγρια, μία πλούσια αθώα Αιγυπτία, μία δασκάλα-ακτιβίστρια από τη Νότια Αφρική, μία Παλαιστίνια που εργαζόταν για την Υπάτη Αρμοστεία για τους Πρόσφυγες, μία πληθωρική (αλλά μόνο στο χιούμορ και την ενέργεια) Ιταλίδα από τη Νάπολη, μία Πακιστανή απ’ το Λονδίνο, και παραδόξως, μία Αγγλίδα από το Μπέρμιγχαμ, επίδοξη συγγραφέας ιστοριών φρίκης, που ένιωθε ξένη με τους συμπατριώτες της συμφοιτητές μας. Υπήρχαν κι άλλοι, φυσικά, σ’ αυτή την πολυεθνική παρεούλα, αλλά γι αυτές τις φιλενάδες θέλω τώρα να μιλήσω.

Πέρασαν χρόνια – με κάποιες ξαναβρεθήκαμε στα ταξίδια τους στην Ελλάδα, η Παλαιστίνια έγινε νονά της μίας μου κόρης, πότε γράφαμε η μία στην άλλη, πότε – αργά και πού – τηλεφωνιόμασταν… Το 2000 με το ξέσπασμα του νέου πολέμου στην περιοχή, όλες μας γράψαμε στην Παλαιστίνια ότι αν αποφασίσει να φύγει, θα τη στηρίζαμε όπου κι αν πήγαινε, κι αυτή και η οικογένειά της. Το 2001, με την πτώση των δίδυμων πύργων, σπεύσαμε να ψάξουμε και να γράψουμε στην τρελλο-καλόγρια φιλενάδα μας, γιατί όλες μας φοβηθήκαμε ότι εκείνες τις μέρες βολτάριζε στη Νέα Υόρκη. Αργότερα, με τις τρομοκρατικές επιθέσεις στο Λονδίνο, κάναμε το ίδιο με την Ασιάτισσα φίλη μας, που, την ώρα που ανατινάχθηκε ο σταθμός «έτυχε» να περνάει απέξω… Με τις φωτιές στην Πελοπόννησο το 2007, μου έγραψε η συγγραφέας (που τώρα ζει στη Γερμανία) πως αν κινδυνεύουμε με οποινδήποτε τρόπο, να βάλω τα παιδιά μου σε ένα αεροπλάνο και θα τα παραλάβει εκείνη από το Μόναχο, οποιαδήποτε στιγμή… Σε ώρες δύσκολες, κάναμε την εμφάνισή μας η μία στη ζωή της άλλης αναπάντεχα – γιατί δεν μπορώ να πώ πως είχαμε και καθημερινή ή έστω μηνιαία επαφή…
Όταν μπήκαμε στο φέισμπουκ (πρώτη-πρώτη η Αμερικανίς, που ήταν και η πρώτη που ξεκίνησε μπλόγκ, σχετικά με τον κινηματογράφο, και πώς απεικονίζει τη θρησκευτική πίστη) όλες μας επανασυνδεθήκαμε, και αποφασίσαμε (με την ευκαιρία που μάθαμε πως ο σύζυγος της Αιγύπτιας πέθανε αιφνιδίως) να βρεθούμε κάπου, έτσι – για να ξαναβρεθούμε – να τα πούμε ξανά από κοντά. Και κανονίσαμε, να βρεθούμε δυόμιση μήνες αργότερα στη Ρώμη.
Στο «ριγιούνιον» αυτό δεν θα φέρναμε άντρες, θα έφερνα όμως την κόρη μου να δει τη νονά της, που λόγω απόστασης και συνθηκών δεν βλέπει και συχνά.
Ετσι κι έγινε. Στη συνάντηση δεν ήρθαμε όλες – η Αιγύπτια δεν τα κατάφερε να ξεφύγει από τη συνδιάσκεψη για την κλιματική αλλαγή (ήταν στην Κοπεγχάγη, μέλος της Επιτροπής του ΟΗΕ για το περιβάλλον, και πνίγηκε στη δουλειά), και η καλόγρια δεν προβλεπόταν να ταξιδέψει στην Ευρώπη μέσα στο 2009 (τα ταξίδια τους είναι συγκεκριμένα και περιορισμένα μια που δεν έχουν ίδιους πόρους). Η Νοτιοαφρικανή, πάλι, μόλις απέκτησε το δεύτερο εγγόνι της…
Αμα τη αφίξει μας στη Ρώμη, ήρθε να μας παραλάβει η Ιταλίδα, μαζί με το μεγάλο της γιό, ετών τεσσάρων και μισό. Σε όλη την απόσταση ως το σπίτι της δεν σταματήσαμε στιγμή να μιλάμε – για τα παιδιά μας, για τη Ρώμη και τα ψαρόνια που αφοδεύουν στους εξερχόμενους από τον κεντρικό σιδηροδρομικό σταθμό, για την κίνηση, για την πολιτική… Πού και πού γυρνούσα στο πίσω κάθισμα και πήγαινα να μεταφράσω στην κορούλα μου, που μας άκουγε εκστατική. Μαμά, δεν χρειάζεται, καταλαβαίνω, μου έλεγε, και με δικά της λόγια μου μετέφραζε τι λέγαμε. Εκπληξη – το παιδί μου ξέρει περισσότερα αγγλικά από όσα νόμιζα.
Μετά που φτάσαμε στο σπίτι της, έφτασαν και οι άλλες σιγά-σιγά. Αγκαλιές, φιλιά, κουβέντες, γέλια, κουτσομπολιά, ιταλικό σπιτικό δείπνο. Σαν να είχαμε να ειδωθούμε από την προηγούμενη εβδομάδα. Και η κορούλα μου μέσα σε όλα αυτά, να χαίρεται την αγάπη και τα γέλια μας, να συμμετέχει στα πάντα, να νιώθει αγαπητή, επιθυμητή σαν παρέα, να ζει και να χαίρεται τις φίλες της μαμάς της.
Την επομένη, μπαίναμε-βγαίναμε σε μαγαζιά που ήθελε μία η μία μία η άλλη, δοκιμάζαμε ρούχα, ψωνίζαμε σουβενίρ, τραβούσαμε φωτογραφίες, κάποια στιγμή μπήκαμε σε μία εκκλησία (σημειωτέον η μία μας είναι άθεη, η άλλη μουσουλμάνα, και η εκκλησία ήταν βουλγάρικη ορθόδοξη) και καθήσαμε να συγκεντρωθούμε.
Ολες αυτές τις ώρες ούτε ένα κακόβουλο ή επιθετικό σχόλιο, ούτε μία σκέψη ανάμεσά μας που να μειώνει ή να χλευάζει, ούτε μία ματιά ζηλειας ή βαρεμάρας, ούτε ένα αστειάκι που να κρύβει κάτι από τα προαναφερθέντα. Φιλενάδες.

Και σκέφτηκα: Όταν εγώ ήμουνα παιδί, η μαμά μου δεν σταματούσε να μου λέει το πώς δεν υπάρχει φιλία, το πώς οι «φίλες» πάντα σε ζηλεύουν και θέλουν να σε δουν άσχημη / χοντρή / χωρίς άντρα, κτλ κτλ. Η ίδια δεν είχε φίλες – που να θυμάμαι – παρόλο που έλεγε ότι είχε. Πάντοτε με συμβούλευε να μη λέω ποτέ «τα μυστικά μου» σε «φιλενάδες» γιατί δεν υπήρχε περίπτωση να μη με προδώσουν, να μη σκεφτούν υποτιμητικά για μένα, να μη με σχολιάσουν πίσω από την πλάτη μου. Οποτε μιλούσα με καμιά συμμαθήτριά μου στο τηλέφωνο, δεν έπαυε να με νουθετεί εναντίον της για μήνες μετά, κι ας μην την ήξερε. Οι θείες μου, λίγο-πολύ τα ίδια. Οι γυναίκες πάντα ζηλεύουν, έλεγαν. Πάντα θέλουν να σε δουν δυστυχισμένη. Οι μόνες φίλες που μου «επιτρεπόταν» να έχω ήταν οι κόρες «των καλών οικογενειών», για κοινωνικούς λόγους, προφανώς! Κοιτούσα γύρω μου και πρότυπα φιλίας δεν υπήρχαν, πράγματι, ανάμεσα σε γυναίκες, στο περιβάλλον μου τουλάχιστον. Κουτσομπολιά κυκλοφορούσαν, για τα ρούχα, τους εραστές (που τότε λέγονταν «φίλοι»), τους συζύγους, το νοικοκυριό. Πάντα αρνητικά… Μόνο οι άντρες ήταν «φίλοι», τα μόνα πρότυπα φιλίας που κυκλοφορούσαν ήταν αντρικά…

Μεγάλωσα, και στο πανεπιστήμιο – μαζί με το γυναικείο κίνημα – ανακάλυψα τις γυναικείες φιλίες. Είκοσι χρόνια εμφυτευμένης καχυποψίας έσβησαν μπροστά στην ομορφιά της φιλίας. Και υποσχέθηκα στον εαυτό μου πως αν έκανα κόρη, θα μοιραζόμουν μαζί της αυτή την τόσο σημαντική αλήθεια, θα μοιραζόμουν μαζί της τη χαρά, το αβίαστο γέλιο, την εμπιστοσύνη, την αλληλεγγύη και τη δύναμη που μπορούν να έχουν οι γυναίκες μεταξύ τους.

Το τελευταίο μας βράδυ στη Ρώμη, μιλήσαμε για τους άντρες μας – τους συντρόφους μας. Μία εξ ημών ήταν τρελλά ερωτευμένη μ’ έναν νεότερο άντρα σε μία άλλη πόλη, μία άλλη ξεκίνησε μία σχέση μ’ έναν άντρα 30 χρόνια μεγαλύτερο, μία άλλη πρόσφατα χώρισε από τον αγαπημένο της. Η υποστήριξη που νιώσαμε όλες μας για τις επιλογές και τα συναισθήματά μας, η βαθιά αποδοχή της μίας για την άλλη ήταν εμφανείς και στη νεαρή έφηβη, που καταχάρηκε με την όλη κουβέντα, κι ας γινόταν σε ξένη γι αυτήν γλώσσα. Σκέφτηκα πόσο αφύσικο θα φαινόταν όλο αυτό στις γυναίκες της γενιάς της μαμάς μου (αποφάσισα ότι μάλλον ήταν θέμα γενιάς και νοοτροπίας, τελικά) και πόσο φυσικό το θεώρησε η κόρη μου το να μοιραζόμαστε τις εμπειρίες και τα συναισθήματά μας οι φιλενάδες, και να στηρίζουμε η μία την άλλη με χιούμορ και αγάπη.








Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2009

"Μαμά, δε θέλω να πάω σχολείο!"


«Μαμά, δε θέλω να πάω σχολείο!»


Είναι 7 και μισή το πρωί, και η μικρούλα δεν δείχνει διόλου νυσταγμένη. Εχει ξυπνήσει, απλά δεν θέλει να σηκωθεί. Μετά την τυπική διερεύνηση εάν πονάει η κοιλίτσα, ο λαιμός, το κεφαλάκι, εάν τσακώθηκε με τη δασκάλα, τη φιλενάδα, το νταή της τάξης, εάν ξέχασε να κάνει την αντιγραφή της και δεν θέλει να πάει «άγραφτη», μήπως, τελοσπάντων κάτι τη στενοχώρησε, σκάει το παραμύθι:

«Τι να πάω να κάνω στο σχολείο; Αφού δεν μαθαίνω τίποτα καινούργιο!»

Ωχ, φιλοσοφική συζήτηση θα πιάσουμε αξημέρωτα, σκέφτηκα. Ενας καλικάντζαρος που σέβεται τον εαυτό του είναι πανέτοιμος να πιάσει οποιουδήποτε είδους συζήτηση οποιαδήποτε ώρα της ημέρας ή της νύχτας, αρκεί να βγει κάτι προς το συμφέρον του. Εμένα όμως η ώρα αυτή προπαντός δεν είναι το φόρτε μου. Συνεχίζει.

«Και η δασκάλα μου είναι τελείως χαζή». Παύση, όπου πάω να μιλήσω, να την υπερασπιστώ (γιατί; Από πρότερη συναδελφική δεοντολογία; ούτε ξέρω) «Αλλά τι να της πώ, δεν μπορώ να της το πω, γιατί θα την πληγώσω»

Το πρωτάκι δεν έχει κλείσει ακόμα τα 6, δεν έχουν περάσει ούτε δύο βδομάδες από την έναρξη του σχολείου. Στο νηπιαγωγείο έμαθε να γράφει, να κάνει πρόσθεση αφαίρεση και πολλαπλασιασμό, και να διαβάζει κάποιες λέξεις που της άρεσαν – χωρίς κόπο, χωρίς εργασία στο σπίτι, χωρίς να ασχοληθεί κανείς μας μαζί της (είχαμε την άποψη ότι το παιδί πρέπει να ζητήσει κάτι από μόνο του, και επίσης δεν θέλαμε να βαρεθεί στο δημοτικό, να το πάρει από κακό μάτι). Ηταν τρισευτυχισμένη στο νηπιαγωγείο, οι δασκάλες της επίσης, και εγώ που είχα ένα χαρούμενο και δημιουργικό παιδάκι. Αλλά τώρα ήταν αποφασισμένη να μην το κουνήσει ρούπι.

«Θα κάτσω σπίτι και θα κάνω ότι εργασία, ότι δουλίτσα μου βάλεις μαμά. Σχολείο βαριέμαι» Προσπαθώ να επιστρατεύσω όση νοητική διαύγεια μπορώ να έχω τη βάρβαρη τούτη ώρα, και αρχίζω να της λέω ότι η δασκάλα της μπορεί να μην είναι χαζή, ότι σε δύο βδομάδες δεν μπορεί κανείς να βγάλει τέτοιο συμπέρασμα (τα πιστεύω όλα αυτά; Αναρωτιέμαι) και ότι πρέπει να της δώσει μια ευκαιρία ακόμα (αυτό το πιστεύω), ότι στο σχολείο θα βρεί νέους φίλους (αυτό είναι αναπόφευκτο), ότι θα μάθει ένα σωρό καινούργια συναρπαστικά πράγματα…

Με αντικρούει. «Κοίτα, εγώ νομίζω ότι εσύ μπορείς να μου μάθεις περισσότερα, εμείς εδώ έχουμε τόσα βιβλία, ότι με ενδιαφέρει το έχουμε σίγουρα, μου έχεις μάθει τόσα ως τώρα, ότι χρειάζομαι να μάθω ξέρω ότι το ξέρεις! Δεν είσαι χαζή!»

Στο μεταξύ η σοβαρή μεγάλη της αδελφή – τρίτη δημοτικού – έχει σηκωθεί, ντύνεται, και έχει στήσει αυτί να δει πού θα πάει η κουβέντα με το επαναστατημένο πρωτάκι.

Το επαναστατημένο έχει ένα σωρό επιχειρήματα – άσσους στα μανίκια της (όλο το βράδυ αυτά επεξεργαζόταν;) Φτάνει σε σημείο που αν θέλω να είμαι ειλικρινής και ξεκάθαρη απέναντι στον εαυτό μου και στα παιδιά μου, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω ολόψυχα μαζί της. Η κριτική του σχεδόν εξάχρονου για το εκπαιδευτικό σύστημα (από το οποίο έχει εμπειρία δύο εβδομάδων) θα μπορούσε κάλλιστα να ακούγεται από διδάκτορα της παιδαγωγικής. Επισημαίνει όλα τα τρωτά και τα αντιπαιδαγωγικά, και, μη έχοντας άλλη λύση μέσα στο νου της λέει «θα κάτσω σπίτι».

Τα επιχειρήματά της εγώ δεν μπορώ να τα αντικρούσω, κι εγώ όταν άφησα την εκπαίδευση για την τωρινή μου εργασία, για τους ίδιους λόγους την άφησα. Δεν ήθελα να είμαι μέρος ενός συστήματος που (κατ’ εμέ) υπονομεύει την αληθινή πρωτοβουλία, καταργεί τη χαρά της μάθησης, ευνουχίζει την κριτική σκέψη και έρευνα (όλη η γνώση έρχεται πακεταρισμένη σε βιβλία που πρέπει να μάθεις απέξω), που σκοτώνει τη δημιουργικότητα και τον πολιτισμό, που η διοίκησή του λειτουργεί στρατιωτικά με το «δίκιο» του παλαιότερου και τις αυθαίρετες αποφάσεις προϊσταμένων που λειτουργούν με αμιγώς κομματικά κριτήρια … Αυτά η κόρη μου δεν τα ξέρει, δεν τα έχω πει ποτέ, δεν ξέρει τι επάγγελμα έκανα πριν γεννηθεί. Όχι ότι το ντρέπομαι, απλά δεν το έφερε ποτέ η κουβέντα.

Καλά εγώ. Είμαι ενήλικη, ο νόμος μου δίνει το δικαίωμα να αποφασίσω τι επάγγελμα θα κάνω, δεν έχω να δώσω λόγο σε κανέναν κοινωνικό λειτουργό ή εισαγγελέα αν θα συμμετέχω ή όχι στο εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά τα παιδιά πρέπει να ενταχθούν θέλουν δε θέλουν, βαριούνται δε βαριούνται… «Πρέπει να την πιέσεις», άκουγα από κάθε κατεύθυνση «να μην της αφήσεις περιθώρια».

Δε θα μακρυγορήσω. Επί ένα χρόνο προσπαθούσα να βρώ επιχειρήματα κάθε πρωί για να πάει στο σχολείο η μικρή – καταλήξαμε στο άκρως παιδαγωγικό ότι πρέπει να πηγαίνει γιατί αλλιώς η μαμά μπορεί να πάει και φυλακή, ή να την πάρουν μακριά από τη μαμά επειδή μια μαμά που δεν στέλνει το παιδί της στο σχολείο θεωρείται κακή μαμά και η πολιτεία μπορεί να αποφασίσει ότι δεν κάνει να μεγαλώνει η ίδια τα παιδιά της (σούπερ απειλή για το εξάχρονο – για οποιοδήποτε παιδί, δηλαδή).

Στην πρώτη συνάντηση γονέων με τη δασκάλα συνειδητοποίησα ακριβώς τι εννοούσε το παιδί μου όταν μου είπε ότι «είναι χαζή». Ηταν σαφώς μειωμένης νοημοσύνης, και επίσης παντελώς ανεκπαίδευτη στα παιδαγωγικά. Φάνηκε από την πρώτη στιγμή ότι τα παιδιά που δεν ταίριαζαν στην εικόνα που είχε εκείνη για το πώς πρέπει να είναι τα «καλά παιδιά» τα αντιμετώπιζε είτε σαν παραβατικά (με φωνές, νουθεσίες, τιμωρίες) είτε σαν διανοητικά καθυστερημένα (με συγκατάβαση, λύπηση, και κοινωνικό αποκλεισμό). Ετσι ακριβώς αντιμετώπιζε και το δικό μου.

Τι κι αν η μικρούλα ενδιαφερόταν διακαώς για την αστρονομία, για τη δημιουργία του πλανήτη και των σπηλαίων, για τους φακούς και τα κάτοπτρα; Αυτά δεν χωρούσαν στο αναλυτικό πρόγραμμα… Τι κι αν πριν πάει σχολείο εξηγούσε μαθηματικές έννοιες με την άνεση που άλλα παιδιά λένε «τα τρία γουρουνάκια»; Αφού έκανε δύο λάθη στην αφαίρεση ήταν «άσχετη από μαθηματικά». Τι κι αν είχαν περάσει μόνο τρείς μήνες στην πρώτη δημοτικού, τα λαθάκια στην ορθογραφία της προδιέγραφαν το μέλλον ως «ανεπίδεκτη στην ορθογραφία». Και έτσι πέρασε ένας χρόνος.

Ενας χρόνος συγκρούσεων με το οικογενειακό και το φιλικό μου περιβάλλον, με το παιδί μου, με τον εαυτό μου (για διαφορετικούς λόγους με τον καθένα). Ενας χρόνος όπου προσπαθούσα να κρατήσω άσβεστο το ενδιαφέρον του παιδιού μου για τη γνώση, κόντρα σε ότι της έκανε το σχολείο (μέσω της δασκάλας της). Η πίεση ήταν μεγάλη, όμως, και δεν τα κατάφερα για πολύ. Αρνήθηκα να της δώσω φάρμακα για το σύνδρομο ελλειματικής προσοχής που η δασκάλα απεφάνθη ότι είχε το παιδί, αντίθετα ήρθα σε ανοιχτή σύγκρουση μαζί της για την παιδαγωγική της (δεν κατάλαβε τίποτα, φυσικά) όταν, στο τέλος της δευτέρας δημοτικού μου είπε ότι η μικρή δεν έχει ελπίδες γιατί δεν τα παίρνει τα γράμματα (sic).

Και ο αγώνας συνεχίζεται.






Πέμπτη 10 Δεκεμβρίου 2009

"ταχύρρυθμα υπερεντατικά"

Ελεγε παλιά ένας δάσκαλός μου ότι όταν κάνουμε παιδιά είναι σα να βάζουμε μέσα στο σπίτι μας έναν μεγάλο δάσκαλο, ένα γκουρού! Είναι, έλεγε, η πιο ταχύρρυθμη εκπαίδευση που μπορεί να μας προσφέρει το Σύμπαν!


Ετσι, κι εγώ, λαμβάνω τριπλή ταχύρρυθμη εκπαίδευση, έτσι που νιώθω να ζαλίζομαι πολλές φορές, και να λυγάω από το φόρτο των «μαθημάτων»!
...Το καλικαντζαράκι γεννήθηκε με μία τρύπα στην καρδιά – μεσοκοιλιακή επικοινωνία, επιστημονικώς. Τι σημαίνει αυτό; Πρακτικά σχεδόν τίποτα, εκτός από το ότι δεν θα μπορέσει ποτέ της να κάνει πρωταθλητισμό. Πράγμα από το οποίο θα αποθάρρυνα οποιονδήποτε να κάνει, πόσο μάλλον το παιδί μου!

Καμιά φορά, όμως, σκέφτομαι, τα πράγματα λειτουργούν και συμβολικά, και μεταφυσικά…


Η αγάπη που παίρνει, ποτέ δεν της φτάνει. Οση αγάπη, όση τρυφερότητα, όση κουβέντα, όση προσοχή, όση αναγνώριση, όση επιείκεια και αν λάβει, ποτέ δεν είναι αρκετή. Σα να φεύγει αμέσως, σα να πέφτει σε μία απύθμενη μαύρη τρύπα, σα να υπάρχει διαρροή στο σύστημα!

Οι ψυχολόγοι βιάζονται πάντα να βγάλουν διάγνωση: είναι το μεσαίο παιδί!

Που ζητά, και διεκδικεί αλύπητα, και όταν σκοντάφτει σε όρια θυμώνει. Αντιδρά σθεναρά, μέχρι να κάμψει όλες τις αντιστάσεις, όλες τις ανοχές και αντοχές, με πόλεμο αντάρτικο, με χτυπήματα από εκεί που δεν τα περιμένεις (είναι φορές που νιώθω σαν τον Κλουζώ, στις ταινίες του Ροζ Πάνθηρα, που είχε εκείνο τον ασιάτη υπηρέτη και του είχε δώσει εντολή να τον παραφυλάει και να του επιτίθεται απρόσμενα, ώστε να παραμένει σε επαγρύπνηση…). Και είναι αυτός ο σκοτεινός θυμός που πληγώνει και καταστρέφει ύπουλα, κρυφά, που κάνει τεστ αντοχής υλικών και στα πιο άθραυστα νεύρα…
Όταν ζορίζεται, ζορίζει!

Είναι πολύτιμο πλάσμα – με τεντώνει ως τα όριά μου και παραπέρα, βλέπω τις πιο σκοτεινές πλευρές του εαυτού μου και τρομάζω. Και ιδού, που καλούμαι να τις δω κατάματα, και να τις αγαπήσω, γιατί καθρεφτίζονται ολοζώντανα στο παιδί μου. Το δύσκολο, το ταλαντούχο, το γοητευτικό παιδί μου.

Ισως έτσι κάποτε καταφέρω να γνωρίσω και ν’ αγαπήσω τον εαυτό μου…

Δευτέρα 7 Δεκεμβρίου 2009

Για πού το βάλατε, κορίτσια;

Μετά τη βαρβαρότητα του αξημέρωτου ξυπνήματος για να πάω την πριγκηπέσσα στο σχολείο της, μάζευα τα πράγματα και το μυαλό μου για να πάω στο γραφείο, όταν χτύπησε το τηλέφωνο. Αγνωστο κινητό, και η φωνή της κόρης μου «μαμά, θα κάνουμε πορεία, να πάω;» Με πιάνει εξαπίνης, και επαναλαμβάνω «πορεία;» Κοριτσίστικες φωνές εν χορώ «ειρηνική πορεία, ειρηνική» «Πού θα κάνετε πορεία;» «στα προπύλαια» «κοριτσάκι μου τα προπύλαια είναι 25 χιλιόμετρα μακριά και βάλε, πάνω από μισός μαραθώνιος, πώς θα πάτε εκεί;» «ε, όχι στα προπύλαια, μέχρι τη Μαραθώνος θα πάμε», διορθώνει. «Θα πάει όλη σου η τάξη;» «ναι». Και κλείνει.


Για μια στιγμή περνούν από το νου μου εικόνες – το πώς παρέσυρα την τάξη μου και άλλες φρόνιμες αρσακειάδες να πάμε στην πορεία του πολυτεχνείου το 1980 και να καταθέσουμε και στεφάνι, πορείες πολυτεχνείου, πορείες αντιπολεμικές, μαθητικά συλλαλητήρια με πανώ, πορείες κατά των πυρηνικών και του απαρτχάιντ στο Λονδίνο, αγωνιστική έξαψη, κλεισμένη φωνή την επομένη…

Και προχωρώ. Και το ξεχνώ. Και πάω στη δουλειά με άλλες σκέψεις, ήσυχη ότι τα παιδάκια μου είναι στα σχολειά τους ασφαλή… Εφτασα στο γραφείο κάπως αργοπορημένη, έχοντας κάνει στάση να πετάξω σκουπίδια κι ανακύκλωση (οι ώρες, τα λεπτά, τα δευτερόλεπτα είναι μετρημένα, ένα πράγμα να γίνει αλλιώτικα ή να προστεθεί, πάει όλο ντόμινο). Πριν προλάβω να δω τις εκκρεμότητες και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο χτυπά το κινητό, και είναι το σχολείο της μεγάλης. «Είστε η κυρία …;» μια γυναικεία φωνή λέει το επώνυμο της κόρης μου, κάτι που με εκνευρίζει, μια που πάντα με το δικό μου υπογράφω. Τη διορθώνω, και προχωρεί «η κόρη σας θέλει να πάει στη μαθητική πορεία, αλλά δεν μπορούμε να της επιτρέψουμε να βγεί απ’ το σχολείο χωρίς τη δική σας συγκατάθεση» Για δημόσιο σχολείο, που όλοι πια λένε ότι έχει γίνει μπάχαλο, τούτο εδώ είναι ασυνήθιστα σοβαρό και οργανωμένο. «Η πορεία θα είναι στη Μαραθώνος μέχρι το καρφούρ». Δεν ξέρω τι να πω. «Θα πάνε όλα τα παιδιά της τάξης;» «Όχι όλα, μόνο κάποια» Δυσκολεύομαι, σκέφτομαι και τις απουσίες, ζητάω να μιλήσω στην ίδια. Με παρακαλεί έντονα. Και εκεί ξυπνάει μέσα μου η παλιά ακτιβίστρια «δε μου λες, η πορεία αυτή τι σημαίνει για σένα; Έχεις κάποιο συγκεκριμένο μήνυμα να δώσεις στο σχολείο σου ή στην κοινωνία με την πορεία αυτή;» «Εεεε…» «Εχει κάποιο νόημα αυτή η πορεία για σένα, ή πας για το χαβαλέ;» «Το δεύτερο».

Ουφ. Ο κύβος ερρίφθη. Δεν της επιτρέπω να πάει στην πορεία, και το δηλώνω στο σχολείο. Δεν θέλω να χρησιμοποιήσει τον Αλέξη ως άλλοθι για κοπάνα. Ας κάνει κοπάνα σκέτη, άμα θέλει. Καλύτερα θα μου ‘ρθει.

Για μια στιγμή περνά απ’ το νου μου η θλιβερή σκέψη, πω πω, η κόρη μου δεν έχει κοινωνική συνείδηση. Και μετά σκέφτομαι, τι λέω… Στα 12 (και μισό!) τα κοριτσάκια έχουν να διαχειριστούν τόσα πράγματα: το σώμα που αλλάζει, τη σεξουαλικότητα που αναδύεται, τις μεταπτώσεις των διαθέσεων, τις φιλίες που αλλάζουν κι αυτές, τη μετάβαση από τη μία εκπαιδευτική βαθμίδα στην άλλη, πού χρόνος και ενέργεια για κοινωνικές επαναστάσεις! Τώρα ξέρω, πιθανόν να μου κακιώσει, να μου θυμώσει, να κλειστεί στον εαυτό της και να το κρατάει μανιάτικο για μέρες. Κι εγώ θα στεναχωρηθώ, θα της εξηγήσω, θα κλάψω ίσως μυστικά, αλλά θα παραμείνω σταθερή. Και δεν θα μάθω ποτέ τελικά αν έκανα ή όχι το σωστό …

Και όμως, κάτι μέσα μου το καμαρώνει το εφηβάκι που μεγάλωσε - και έχει το θάρρος να πει την αλήθεια, ότι ναι, για το χαβαλέ θέλει να διαδηλώσει. Κι ας ξέρει (που είμαι σίγουρη ότι μέσα της το ήξερε ότι εγώ δεν θα συμφωνούσα), ότι η αλήθεια μπορεί να είναι σε βάρος της δικής της ευχαρίστησης…

Στιγμιότυπα από τον πρώτο καιρό

Οι διαφορετικοί ήχοι του νερού: στάλες, η βρύση να τρέχει στο φουλ, καυτό τσάι από την τσαγέρα στο φλυτζάνι, τα μικρούτσικα χεράκια της να χτυπάνε και να πιτσιλάνε στη λιλιπούτεια μπανιέρα της, η πολυφωνική θάλασσα πανταχού παρούσα μες στ’ αυτιά μας. Η κόρη μου φαίνεται ν’ αγαπάει το Σοπέν.


Αναψα το τζάκι. Είναι βράδυ νωρίς, έξω σκοτάδι. Άλλο στοιχείο τούτο, η φωτιά, εξίσου, ίσως και πιο μαγικό, μιλάει με τους δικούς της ήχους, τη δική της γλώσσα, λόγια που σχεδόν ακούω. Και οι λέξεις οι δικές μου ξανάρχισαν να ρέεουν, να φλέγομαι ξανά να εκφραστώ.

Εκείνη βγάζει τους δικούς της ήχους, διαφορετικούς κάθε βδομάδα που περνάει. Σε λίγο θα μιλά τη γλώσσα που όλοι καταλαβαίνουμε… Ο σκύλος περπατάει πέρα-δώθε, περνά και της γλύφει το πρόσωπο, αυτή τραβιέται και σκάει στα γέλια, χτυπάει παλαμάκια. Είναι το δικό τους παιχνίδι.

Και ξανά, οι υπέροχοι ήχοι της. Ενας κόσμος από ήχους. Είμαι όλη αυτιά. Το παχουλό κεραμεικό τουμπελέκι από τη Χίο που αγαπά, το νερό, το ξύλο που καίγεται, φωνές, φωνές που σιγοτραγουδούν, ο συριγμός και το κόχλασμα του νερού στο βραστήρα.

Μέσα σ’ ένα απόγευμα που το περάσαμε μόνες οι δυό μας.

(1998)

Κυριακή 6 Δεκεμβρίου 2009

Μια φορά κι έναν καιρό...

Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια μαμά που έλεγε παραμύθια. Διάβαζε, αφηγείτο, έλεγε δικές της ιστορίες τα βράδια που τα κοπέλια της δυσκολεύονταν να κοιμηθούν… Μικρές οι κόρες της, ζητούσαν να τους διαβάσει το ίδιο παραμύθι συνέχεια και συνέχεια, την πριγκίπισσα με το μπιζέλι, γιατί τους άρεσε να ακούνε ότι άλλο πράγμα η πραγματική πριγκίπισσα και άλλο η αληθινή. Στο γιό της άρεσαν οι ιστορίες με πειρατές, οι ιστορίες με γάτες, και το λαμπερό αστέρι. Η αλήθεια είναι ότι και στα τρία παιδιά άρεσε το λαμπερό αστέρι…


Κάποια στιγμή αποφάσισε να φτιάξει δικές της ιστορίες, αντλώντας από τη ζωή της, τις εικόνες που γέμιζαν το νου της στο μεταίχμιο ύπνου και ξύπνιου, τις ανησυχίες και τις επιθυμίες που είχε η ίδια σαν παιδί. Οι ιστορίες είχαν μεγάλη επιτυχία, αλλά έφτασαν να γίνονται τόσο μεγάλες και περίπλοκες, κι η ίδια ήταν τόσο κουρασμένη, που αποκοιμιόταν στη μέση της ιστορίας, μισή επάνω και μισή κάτω από το κρεββάτι της μικρής της κόρης…



Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε σ’ ένα σπίτι μία νεράιδα, ένας καλικάντζαρος και ένα ξωτικό, το καθένα με τα δικά του χούγια, γνωρίσματα,συμπεριφορά και ύφος.

Η νεράιδα ήταν ήσυχη και είχε την τάση να αποτραβιέται από τις πολλές επιπόλαιες συναναστροφές – της άρεσαν τα δάση τα σκιερά στις χώρες της βροχής, και όποτε τύχαινε να βρίσκεται στη φύση δεν τρεχοβολούσε όπως τα αδέλφια της (ο καλικάντζαρος και το ξωτικό) αλλά καθόταν ήσυχη και ακίνητη να αφουγκραστεί τους μικρούς ήχους, να παρατηρήσει αποχρώσεις και δροσοσταλίδες που ξέφευγαν από το βλέμμα των πολλών. Αγαπούσε τα ήσυχα τρυφερά ζώα, κατά προτίμηση με γούνα, και έβαζε συχνά τον εαυτό της στη θέση τους… Η σκυλίτσα που έτυχε να είναι η πρώτη της φιλενάδα γέννησε τα πρώτα της κουτάβια στην ονομαστική της εορτή. Ητανε όμως και μαχητική, όπως είναι όλες οι νεράιδες όταν νιώθουν να απειλείται ο ζωτικός τους χώρος.

Ο καλικάντζαρος ήταν σταρ. Φυσικά. Και πανέξυπνος. Με το πιο γλυκό και τρυφερό ύφος του κόσμου έκλεβε καρδιές αράδα, και δημιουργούσε λέσχες θαυμαστών όπου βρισκόταν. Γελούσε πολύ, με ένα ύφος αθώο, που μόνο αν ξέρεις από καλικάντζαρους καταλαβαίνεις ότι κάτι παίζει εδωπέρα, κάποιο παιχνίδι σου παίζεται, και ίσως και ολίγον εις βάρος σου… Κινητικό πλάσμα, απίθανα ταλαντούχο και δημιουργικό σε οτιδήποτε καταπιάνονταν, με μάτια ζεστά και βαθιά που σ’ έδεναν κόμπους και φιόγκους εάν ενέδιδες στη γοητεία τους. Και ο νους μονίμως στη σκανταλιά, στην πονηριά, ντυμένος με το πιο γλυκό κι ευγενικό ύφος που μπορεί κανείς να φανταστεί! Δύσκολο πλάσμα, αδίστακτο στη βούλησή του, ανήσυχο, μπορούσε να σπέρνει την έριδα και να φέρνει την καταιγίδα έτσι για την πλάκα του, για να ξυπνήσει «λίγο» τα αίματα, για να ξεβαρεθεί (άμα έβλεπε ότι τα πράγματα παρα-γίνονταν ήσυχα κι αρμονικά για τα δικά του γούστα). Και θηλυκό. Μοιραία γυναίκα από τα γεννοφάσκια.

Το ξωτικάκι ήταν ο βενιαμίν. Φωτεινό, λαμπερό, τρυφερό και διαυγές, και απίστευτα παιχνιδιάρικο. Είχε την ικανότητα να δημιουργεί παιχνίδι από το πιο παράξενο αντικείμενο, από την πιο απρόσμενη δραστηριότητα. Τα χέρια του χάιδευαν τα κυκλάμινα και τα νεαρά χαμομήλια, και έσκυβε να φιλήσει άλλα μικρά λουλούδια του αγρού μόλις πρωτοξεφύτρωναν. Δεν μιλούσε πολύ, επικοινωνούσε όμως τόσο καλά που σ’ έκανε και σένα να νιώθεις ότι τα λόγια μπορεί να είναι και περιττά. Περπάταγε σε μονοπάτια του βουνού και αγκάλιαζε τα δέντρα, μιλούσε σιωπηλά μαζί τους, και δεν φοβόταν τίποτα. Οπου βρισκόταν δημιουργούσε γέλιο και χαρά, κι αν κάποιος, έστω και σιωπηλά, δυσκολευόταν η ψυχή του και δυσφορούσε άφωνα, ερχόταν και τον έπαιρνε αγκαλιά, λέγοντάς του κάτι – αστείο ή τρυφερό, κάτι άσχετο, κι ο πόνος εξαφανιζόταν όπως η καταχνιά στο φως του ήλιου. Και έπαιζε, έπαιζε διαρκώς!



…Ετσι τα σκέφτομαι τα παιδιά μου. Σαν πλάσματα ενός παραμυθιού που ζω στ’ αλήθεια, γιατί η ζωή μαζί τους, όπως ακριβώς και τα παραμύθια, με φέρνουν αντιμέτωπη με συναισθήματα βαθιά και πολύ καλά κρυμμένα, με αλήθειες αρχέγονες, με δυνάμεις πρωτόγνωρες. Δεν είναι εύκολα όλα αυτά, με πάνε ως τα όριά μου και παραπέρα, ξυπνάνε μέσα μου αγίους και τέρατα. Αλλά είναι η πιο συναρπαστική περιπέτεια που έχω ζήσει ποτέ, καλύτερη και από το καλύτερο παραμύθι.

Παρασκευή 4 Δεκεμβρίου 2009

"Ενα κακό γιουγιούνι"

«Ένα κακό γιουγιούνι τσίμπησε την αβεφή μου» ακούγεται μια φωνή κάπου κάτω χαμηλά στον πάγκο του φαρμακοποιού «και πέπει να βάλει κάτι επάνω», συνεχίζει. Ο φαρμακοποιός σκύβει, τεντώνει το λαιμό του πάνω από τον πάγκο του, και βλέπει ένα μπόμπιρα να τον κοιτά με απόλυτη σοβαρότητα. Εκπληκτη σιωπή.


Λίγες στιγμές μετά μπαίνω εγώ, κρατώντας ψώνια, ψάχνοντας προφανώς το γιό μου, που εννοεί να παίζει κρυφτό όπου βρεθεί. Πάντοτε με απρόβλεπτες συνέπειες. Τεσσάρων σχεδόν ετών, χωρίς καλή άρθρωση, αλλά με επικοινωνιακές δυνατότητες επαγγελματία PR, έχει πιάσει φιλίες με μαγαζάτορες, πλανόδιους οργανοπαίκτες, την τρελλή γειτόνισσα που μου κρατάει μούτρα εδώ και δέκα χρόνια, τον καστανά της Κοραή, διάφορα αδέσποτα σκυλιά και γατιά, παραμορφωμένους επαίτες στην Ερμού, ΜΑΤατζήδες σε διαδήλωση, μικροπωλητές στο Μοναστηράκι… Γνωριμίες και χαμόγελα που ουδέποτε θα έδινα εγώ, εσωστρεφής και ντροπαλή από φυσικού μου, και με την κλασσική παραίνεση των δικών μου γονέων να ηχεί στα αυτιά μου «μη μιλάς σε αγνώστους». Για κείνους ο κόσμος ήταν γεμάτος ανθρώπους φθονερούς που «ήθελαν το κακό μου», εποφθαλμιούσαν την καλή μου τύχη, και κοιτούσαν χαιρέκακα σε κάθε μου σττραβοπάτημα. Πάντα οι άλλοι ήθελαν να «μου πάρουν», να χαρούν με το όποιο κακό θα μπορούσε να με βρεί «για να βγούν εκείνοι από πάνω», κοιτούσαν πάντα να με υπονομεύσουν να με διασύρουν, να χάσω την τιμή και την υπόληψή μου στην κοινωνία «για να χαίρονται».

Εμένα που δεν τα καταλάβαινα όλα αυτά (το γιατί κάποιος να χαίρεται με το πάθημά μου, π.χ.) με θεωρούσαν λίγο βλαμένο («τόσο έξυπνο κορίτσι, τέτοια νοημοσύνη, και να μην λέει να καταλάβει αυτά τα απλά»), οπότε κι εγώ δεν μιλούσα από κάποιο σημείο και μετά (δεν ήθελα να με θεωρούν και χαζή!). Η λογική μου αυτά τα έβρισκε παράλογα, ενννοείται, αλλά μέσα μου η πλύση εγκεφάλου και η δηλητηρίαση ψυχής δούλευε – στο υποσυνείδητο, που θα έλεγαν κι οι ψυχολόγοι. Και ντρεπόμουν να μιλήσω σε αγνώστους, ακόμα και όταν απλά έπρεπε να βγάλω ένα ακτοπλοϊκό εισιτήριο!

Και ιδού, τώρα, ο μπόμπιρας, κάνει σαν να ζει σε έναν κόσμο όπου όλα είναι ηθικά κι αγγελικά πλασμένα, όπου κανείς δεν χαίρεται με το κακό σου, κανείς δεν επιβουλεύεται τη ζωή, την αξιοπρέπεια και την σωματική σου ακεραιότητα, όλοι χαμογελούν με καλωσύνη και βοηθούν, όλοι ανταποκρίνονται στο σοβαρό και σταθερό βλέμα ενός τετράχρονου αγοριού… Με κάνει συχνά να αναρωτιέμαι σε ποιόν ακριβώς κόσμο ζω, σε ποιόν θα ήθελα να ζω, τι σχέσεις αναπτύσσω και με ποιους, και ποια τα κίνητρά μου.

Ο εν λόγω φαρμακοποιός αντέδρασε ωραία. Αφού τον ρώτησε πόσο κοκκίνισε «το κακό γιουγιούνι» την αδελφή του, του έδωσε ένα φενιστίλ, το οποίο και πλήρωσα άμα τη αφίξει μου στο φαρμακείο. Αγαπάει πολύ την αδελφή του, μου λέει. Τρώγονται σαν το σκύλο με τη γάτα, του λέω εγώ. Ο μικρός σκάει στα γέλια. «Αφού κανένας σκύλος δεν έχει καταφέρει να φάει τη γάτα μας, ρε μαμά!»

Πέμπτη 3 Δεκεμβρίου 2009

Ζήτω η γρίππη των χοίρων!

Είναι το σύνθημα που τραγουδάνε τα παιδιά μου μία εβδομάδα τώρα, που κλείσαν τα σχολειά τους. Το ένα νόσησε, ένα πυρετικό κύμα τη μέρα για 5 μέρες, και όλες τις άλλες ώρες χοροπηδούσε κι έπαιζε. Και κάπου-κάπου ξερόβηχε κιόλας. Και όταν δεν τον έβλεπε κανένας κατέβαινε κρυφά και έσκαβε τον κήπο, κι έπαιζε ποδόσφαιρο με τον εαυτό του. Νόσησα και γω, πάει να νοσήσει και η μεγάλη, και στον πρώτο πυρετό έκλεισαν τα σχολεία. Από τη χαρά της πέρασαν όλα! Βήχας πυρετός, πονόλαιμος ξεχάστηκαν, και ξεκίνησε το πάρτυ του msn.

Βέβαια! Με το που πήραν τα πρωτάκια λάπτοπ, έμαθαν το msn. Και να ‘σου όλο και κάποιος καινούργιος προστίθεται στην παρέα – μαμά έκανα φίλο μου και το Σταύρο από τις διακοπές, τον θυμάσαι, που τα είχε με τη Στέλλα με τα γυαλιά; Τώρα τα χαλάσανε γιατί η Στέλλα ερωτεύτηκε το Νίκο απ’ το σχολείο της. Και να ‘σου τα chain letters για τούτο ή για κείνο, τα βιντεάκια των goin’ through στο youtube…

Και πάει λέγοντας.

Τηλεόραση δεν έχουμε πια, ένα ωραίο απόγευμα πριν 2-3 χρόνια την πέταξα απ’ το μπαλκόνι στο δρόμο, γιατί το είχαν παρακάνει και τα είχα πάρει στο κρανίο. Οι φιλενάδες μου με θαύμασαν (γενναία απόφαση να πετάξεις το κουτί) αλλά είπανε κιόλας και τι θα κάνουν τώρα τα παιδιά, να μην έχουνε τίποτα, λίγη τηλεόραση δε βλάπτει. Λίγη, πόση λίγη; Και πού θα ξέρω εγώ πότε και τι θα βλέπουνε άμα λείπω; Ασε καλύτερα. Πώς θα ζήσω εγώ με τρία αποβλακωμένα; Θα θυμώνω και θα τους φωνάζω, κι αυτά δεν θα ξέρουνε γιατί!

Και; Τι κάνουν τρία τέρατα μόνα στο σπίτι όταν λείπουν οι μεγάλοι; Πώς κυλάνε οι ώρες μέχρι να γυρίσει η μαμά απ’ τη δουλειά; Ερώτησις κρίσεως.

Σήμερα είχαν έμπνευση για πειράματα – κάτι ανάμεσα σε αλχημεία και παρασκευή δηλητηρίων, δηλαδή. Όταν έφυγα κοιμόντουσαν, μια που χτες βράδυ είχανε διάθεση να μάθουν αγγλικά στον μικρό (ο εκπαιδευτικός οίστρος τις μεγάλες ώρες επισκέπτεται το σπίτι μας) και σιγανογελούσανε μέχρι αργά.

Και παίρνω το πρώτο τηλεφώνημα κατά τις εντεκάμιση στο γραφείο: μαμά, να πάρουμε εκείνα τα βαζάκια που έχεις στα πλυμένα; Τι τα θέλετε; Να κάνουμε πειράματα. (Αναστεναγμός) Τι πειράματα; Όχι με τίποτα φωτιές και ηλεκτρικό και βάλετε καμιά φωτιά στο σπίτι; (Πνιχτά γέλια από τη γραμμή. Τα άτιμα. Οσο τσακώνονται όταν είμαι εγώ στο σπίτι, τόσο μεταμορφώνονται σε συμμορία όταν λείπω) Όχι, όχι. Σίγουρα; Ναι μαμά. Να τα πάρουμε; Ναι, αλλά να προσέχετε. (Αυτό το «να προσέχετε» το έχω κληρονομήσει απ’ τους δικούς μου, που ακόμα μου το λένε. Και ενώ έχω την επίγνωση ότι δε σημαίνει τίποτα, εξακολουθώ να το λέω). Το τηλέφωνο κλείνει. Κάνω εν τάχει την προσευχή μου, μια που τίποτα άλλο δεν μπορώ να κάνω, και συνεχίζω, με δύο σκέψεις: πόσο ευγνώμων είμαι που έχω το γραφείο καταφύγιο και δεν είμαι σπίτι, και πόσο θα ‘θελα να είμαι σπίτι, να μη δουλεύω, να μην πηγαίνει η ψυχή μου στην κούλουρη κάθε που κλείνουν τα σχολεία και είναι μόνα στο σπίτι τα παιδιά.