Παρασκευή 7 Φεβρουαρίου 2014

Λογοθεραπεία;

Κάτι που παρατηρώ τα τελευταία χρόνια και με εντυπωσιάζει, είναι τα κέντρα λογοθεραπείας που εμφανίζονται σαν μανιτάρια σε όλες πλέον τις γειτονιές.  Εχω αναρωτηθεί κατά καιρούς τα εξής: Υπάρχει αλήθεια τόση ανάγκη για λογοθεραπεία σήμερα (σε σχέση με πριν 15 χρόνια, π.χ.); Τι είναι αυτό που κάνει τόσους νέους ανθρώπους να σπουδάζουν αυτή την ειδικότητα και να ανοίγουν «ψυχοπαιδαγωγικά κέντρα θεραπείας και εκμάθησης του λόγου» παντού; Όλα αυτά τα κέντρα, πώς επιβιώνουν; Πώς έγινε «ξαφνικά» τόσο απαραίτητο στοιχείο του μεγαλώματος ενός μικρού παιδιού η λογοθεραπεία; Είναι μόδα;

Κάποτε οι λογοθεραπευτές ήτανε λίγοι και σπάνιοι, γιατί λίγες και σπάνιες είναι οι περιπτώσεις των ουσιαστικών δυσλειτουργιών του λόγου.
Κάποτε θεωρείτο φυσικό τα μικρά παιδιά να μη μιλούν «καθαρά» (ως άρθρωση ή ως γραμματική/συντακτικό). Θεωρείτο ότι ήταν μέσα στη διαδικασία της ωρίμανσης του ίδιου του παιδιού ότι σιγά-σιγά θα μάθαινε να μιλά καθαρότερα και σωστότερα, το καθένα με την ώρα του και το δικό του ρυθμό.
Τα περισσότερα παιδιά με τα οποία μεγάλωσα μαζί, και τα περισσότερα παιδιά φίλων και γνωστών (μαζί και τα δικά μου), ως μικρά έκαναν «λάθη» στην άρθρωση. Τις περισσότερες φορές το θεωρούσαμε  χαριτωμένο ή διασκεδαστικό (η μεσαία μου κόρη πέρασε ένα χρόνο της ζωής της λέγοντας το κοτόπουλο κολόπουλο, και χτυπιόμαστε στα γέλια – στο τέλος το έκανε επίτηδες, κλείνοντάς μας το μάτι). Δεν αποτελούσε πρόβλημα, πάντως (ήταν και παραμένει γλωσσοπλάστρια). Αποτελούσε μέρος της ζωής, και δεν απασχολούσε κανέναν ιδιαίτερα, μια που με την πάροδο των χρόνων και την κουβέντα τα λάθη διορθώνονταν. Αν έμενε κάτι (μια δυσκολία να πει κάποιος το ‘σ’, ή το ‘ρ’ για παράδειγμα), αποτελούσε ιδιαίτερο χαρακτηριστικό του συγκεκριμένου ανθρώπου, κάτι σαν το χρώμα των μαλλιών ή των ματιών του. Ηταν μέρος της προσωπικότητάς του, και το δεχόμαστε ως τέτοιο.
Κάποια πάλι παιδιά τραύλιζαν – αυτό ήταν τεράστιο ζόρι, θυμάμαι, για τα ίδια, αλλά σε 3-4 περιπτώσεις φίλων, το πρόβλημα ως δια μαγείας λυνόταν όταν ένιωθαν ασφαλείς στην παρέα. Τα παιδιά αυτά ίσως να βοηθιόνταν εάν είχαν ευαίσθητους γονείς ή δασκάλους, ή εάν υπήρχε κάποιος που να μπορούσε να τους εμπνεύσει την πολυπόθητη αυτοεκτίμηση… Οι εν λόγω φίλοι έγιναν καθόλα ικανοί και αξιόλογοι ενήλικες, με κοινωνική δράση και επιτεύγματα στο χώρο των γραμμάτων και των επιχειρήσεων – που ναι, όταν παραζορίζονται, πάει να τους βγεί ένα τραύλισμα, αλλά το ελέγχουν (ή το αποδέχονται, κι αυτοί και ο περίγυρος).

Ενας φυσικός άνθρωπος δεν είναι μηχανή: μόνο μια μηχανή μπορεί να προγραμματιστεί να λέει τους φθόγγους και τα σύμφωνα με τον ίδιο συγκεκριμένο τρόπο… Πώς έφτασε να υπάρχει επιστημονική ειδικότητα που να προσπαθεί να επιβάλλει κάτι τέτοιο (μέσω ασκήσεων και παιχνιδιών, πάντα!) με ξεπερνά.


Τα παλιά χρόνια, όταν ένα παιδί δεν πρόσεχε στην τάξη (και άρα διασπάτο η προσοχή του) όλοι ξέραμε ότι βαριόταν. Ενας άνθρωπος βαριέται όταν δεν βρίσκει κάτι ενδιαφέρον, λέει η δική μου λογική (άσε που δεν είναι καθόλου κακό να βαριόμαστε ενίοτε, γιατί έχει αποδειχθεί ότι στη βαρεμάρα μας επάνω μας έρχονται οι πλέον δημιουργικές ιδέες!). Τώρα η διάσπαση προσοχής έχει μετατραπεί σε «ασθένεια», σε «διαταραχή», και τα πλέον δημιουργικά και έξυπνα παιδιά (που είναι αυτά που κατά κύριο λόγο βαριούνται) αντιμετωπίζονται σαν άρρωστα (ενίοτε και σαν παραβατικά) που χρήζουν φαρμακευτικής αγωγής!
Παλιά, επίσης, θυμάμαι, ήταν ο ρόλος του δασκάλου στο δημοτικό να μάθει σ’ ένα παιδί να φτιάχνει σωστές προτάσεις, να κατανοεί ένα κείμενο και να αφηγείται μια ιστορία με ειρμό και συνοχή. Ηταν ο ρόλος του δασκάλου να εμπνεύσει σε ένα παιδί να αγαπήσει το διάβασμα και να πλουτίσει το λεξιλόγιό του. Και ο δάσκαλος επέμενε υπομονετικά, καθόταν και μιλούσε με το παιδί όποτε χρειαζόταν, υποδείκνυε εξωσχολικά βιβλία, έφερνε και από το σπίτι του καμιά φορά. Παλιά ήσουν τυχερός εάν είχες μορφωμένους ή πλούσιους γονείς, γιατί μπορούσαν να σου πάρουν βιβλία, οπότε είχες υλικό για διάβασμα: σήμερα υπάρχουν δημόσιες βιβλιοθήκες σχεδόν σε κάθε δήμο, και το ίντερνετ ποτέ δεν ήτανε φτηνότερο… Ιντερνετ;
Όταν ρώτησα μία ψυχολόγο-λογοθεραπεύτρια (που ήθελε να μας πουλήσει τις υπηρεσίες της σχετικά με την ορθή άρθρωση του παιδιού μου) γιατί πιστεύει ότι τόσα πολλά σημερινά παιδιά χρειάζονται λογοθεραπεία, μας είπε ότι φταίει η τηλεόραση και το ίντερνετ, και τα πολλά ερεθίσματα που δέχονται τα παιδιά από πολύ μικρά. Και σκέφτομαι ότι δεν υπάρχει βιβλίο σχετικά με τη βρεφική ανάπτυξη του παιδιού (εκτός από αυτά που ενστερνίζονται τη φιλοσοφία της ανθρωποσοφίας του Στάινερ) που να μην τονίζει ότι πρέπει απαραιτήτως να δίνουμε στα παιδιά πολλά και ποικίλα ερεθίσματα από πολύ-πολύ μωρά. Εγώ εδώ βλέπω μία αντίφαση: από τη μια η σύγχρονη ψυχολογία λέει ότι τα παιδιά γίνονται εξυπνότερα, ικανότερα, υγιέστερα κτλ κτλ όταν έχουν πολλαπλά ερεθίσματα από βρέφη, κι από την άλλη οι σύγχρονοι ψυχολόγοι διατείνονται ότι φταίνε ακριβώς αυτά τα πολλά ερεθίσματα για τις διαταραχές του λόγου στα μικρά παιδιά… Αχά. Κάτι σαν τα φάρμακα που πάνε να θεραπεύσουν τις παρενέργειες από άλλα φάρμακα που τα παίρνουμε για τις παρενέργειες κάποιων άλλων φαρμάκων (και πάει λέγοντας). Σώφρον δεν μου φαίνεται, πάντως. Κάπου, κάποιος κάνει λάθος ή λέει μισές αλήθειες! Κάπου κάποιος κάτι δεν έχει καταλάβει… (Μπορεί και εγώ!)
Μία άλλη ψυχολόγος που μου έπαιρνε ιστορικό, κάποτε, στο σημείο που μιλούσαμε για το εάν το παιδί προτιμά το δεξί χέρι ή το αριστερό, έφτασε να μου πει ότι η σημερινή αμφιδεξιότητά μου είναι στοιχείο ψυχοπαθολογίας! (Μπορώ τώρα εγώ να εμπιστευτώ ένα κέντρο που οι επαγγελματίες του λένε τέτοιες μπούρδες; Χμ, όχι).
Σκέφτομαι επίσης και το άλλο: τι είναι αυτό που μας πιάνει να θέλουμε τα παιδιά μας να είναι τέλεια, να τα κάνουν όλα τέλεια, να τα λένε όλα τέλεια, κ.ο.κ.; Είμαστε εμείς τέλειοι; (Και τι ακριβώς είναι αυτό το τέλειο; Ποιος το καθορίζει; Η πλειοψηφία; Η επιστήμη που ως γνωστόν αλλάζει ανά δεκαετία; Γιατί, λ.χ. θα πρέπει να μάθουν τα παιδιά μας να μιλάνε σαν τηλεπαρουσιαστές;) Γιατί θέλουμε το αδύνατο από το παιδί μας; (Μήπως αυτό είναι απλά αλαζονεία και ανταγωνισμός με το παιδί του γείτονα;) Γιατί μας αρέσει να βρίσκουμε «λάθη» παντού; Και το άλλο: γιατί μας πειράζει τόσο πολύ να διαφέρει το παιδί μας από τα άλλα παιδιά; Γιατί επιδιώκουμε την ομοιομορφία; (Αυτό είναι σαφές σημάδι φασισμού, εάν δεν με απατούν οι γνώσεις μου).
Πολλές οι ερωτήσεις, λιγότερες οι διαθέσιμες απαντήσεις. Πολλές οι εύλογες ερωτήσεις, λιγότερες οι ικανοποιητικές απαντήσεις.  Και βέβαια τις απαντήσεις τις βρίσκει μόνο μέσα του κανείς, αλλά πρέπει να θέσει πρώτα  την ερώτηση…