Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011

Διαβαστεροί...


Φέτος το καλοκαίρι διαβάσαμε πολύ. Ολοι μας. Στο σπίτι όπου περάσαμε το μεγαλύτερο μέρος των διακοπών μας κουβαλήσαμε κάπου τέσσερεις τσάντες βιβλία - λογοτεχνία κατά κύριο λόγο, φιλοσοφία, ψυχολογία, κάτι από ιατρική, κάτι από μουσική... Ενα από τα περβάζια του σπιτιού είχε γίνει "παιδική" βιβλιοθήκη. Οι συζητήσεις μας συχνά είχαν να κάνουν με τους ήρωες των μυθιστορημάτων που διαβάζαμε. Νάρνια ο μικρός, Χάρυ Πόττερ η μεσαία, γκόθικ διάφορα η μεγάλη... Οι ενήλικες μάλλον παίξαμε σ' όλα τα είδη!



...Και για μπάνιο πηγαίναμε καθημερινά, και φίλους βλέπαμε, και κουβέντες κάναμε, και βόλτες πήγαμε. Για κάποιο λόγο είχαμε πάντα βιβλία υπό μάλης ή μέσα στις τσάντες μας! Κορόιδευα μάλιστα το καλικαντζαράκι οτι κρατούσε τον γιγάντιο 7ο τόμο του Χάρυ Πόττερ ως ευαγγέλιο, παντού.




Ηταν όμως κάποιες ήσυχες, μαγικές ώρες στο σπίτι, όπου ο καθένας είχε πιάσει τη γωνιά του και διάβαζε απορροφημένος... Ζούσαμε  βυθισμένοι στους φανταστικούς κόσμους μας, κι όμως απολαμβάναμε τη συντροφιά ο ένας του άλλου. 



Οταν τα παιδιά ήταν μικρότερα, το μεγάλο μου παράπονο ήταν οτι δεν προλάβαινα να  διαβάσω: διάβαζα  στα μέσα μαζικής μεταφοράς, στο κρεββάτι λίγα λεπτά πριν με πάρει ο ύπνος, κάποιες ευλογημένες ώρες που κοιμόντουσαν.... Πάντα σε κλεμένο χρόνο, πάντα λιγότερο από όσο ποθούσε η ψυχή μου!  Υπήρξαν εποχές που είχα ξεχάσει πώς είναι να διαβάζεις όση ώρα θες με ησυχία. Υπήρξαν εποχές που ονειρευόμουν καλοκαίρια σαν ετούτο, όπου όλη η οικογένεια θα μοιράζεται τη χαρά του γραπτού λόγου, θα προσέχει φράσεις και εκφράσεις, θα σχολιάζει και θα αναλύει χαρακτήρες και πλοκές, όπου θα λέγαμε ο ένας στον άλλον "μόλις το τελειώσεις, σειρά έχω εγώ", ή "μαμά, πρέπει να το διαβάσεις αυτό, πρέπει!" ή "μμμ, ενδιαφέρον φαίνεται τούτο εδώ"... 



Φέτος το καλοκαίρι ήτανε μία απόδειξη οτι τα  όνειρά μας γίνονται πραγματικότητα, αρκεί να έχουμε υπομονή!

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

Το Ταξίδι της Ψυχής


Ένα από τα βιβλία που διάβασα φέτος και που θέλω να μοιραστώ εδώ ήταν το «Ταξίδι της Ψυχής» - έτσι θα μετέφραζα το Soul Trek της Ελίζαμπεθ Χάλλετ. Δεν πρόκειται για το οποιοδήποτε ταξίδι μιάς κάποιας  ψυχής, ούτε για θεολογική πραγματεία. Ο υπότιτλος διασαφηνίζει “Meeting our children on the way to birth” (συναντώντας τα παιδιά μας πριν γεννηθούν).

Η συγγραφέας θέτει ερωτήσεις - δεν τις απαντά. Υπάρχει ζωή πριν τη γέννηση; Από πού «ερχόμαστε»; Πώς γίνεται η επικοινωνία μεταξύ ενός ανθρώπου που ζει και κινείται στον πλανήτη μας με έναν άνθρωπο που δεν έχει ακόμα ενσαρκωθεί; Διαλέγουμε τους γονείς μας; Εάν ναι, τι συμβαίνει με τα παιδιά που υιοθετούνται; Και τι συμβαίνει με τα έμβρυα που αποβάλλονται; Μπορεί μία σύλληψη να είναι συνειδητή; Πότε «μπαίνει» η ψυχή μέσα στο σώμα του εμβρύου;

Το βιβλίο πραγματεύεται όλα αυτά τα θέματα, και πολλές ακόμα λεπτότερες εκφάνσεις τους – μέσα από συνεντεύξεις και προσωπικές ιστορίες. Πάνω από 185 γονείς συνέβαλαν στο βιβλίο αυτό, το οποίο γράφτηκε εξαιτίας του ότι κατά τη συγγραφή ενός άλλου βιβλίου με θέμα το πώς αλλάζει η συνειδητότητα των ανθρώπων μέσα στον πρώτο τους χρόνο ως γονείς, η συγγραφέας «σκόνταφτε» διαρκώς σε εμπειρίες γονέων που είχαν επικοινωνία με το παιδί τους ως έμβρυο αλλά και νωρίτερα. Ετσι το βιβλίο αυτό είναι μία καλά δομημένη συρραφή πολλών ιστοριών που αν μη τι άλλο δίνουν εναύσματα για σκέψη: ερχόμαστε άραγε σ’ αυτή τη ζωή από μία άλλη κατάσταση ύπαρξης; Ερχόμαστε τυχαία, ή σε μία συγκεκριμένη οικογένεια; Εχουμε επιλογή; Οι γονείς έχουν επιλογή;

Ολες οι ιστορίες μιλούν για τον σύνδεσμο γονέα και παιδιού, κάτι που στους περισσότερους από μας μπορεί να μην είναι συνειδητό το γιατί υπάρχει, και άλλοι πιθανόν από μας να το αποδίδουν στη «φύση» των πραγμάτων (είναι κάτι το «φυσικό» ανάμεσα στους γονείς και στα παιδιά τους, γιατί να το σκαλίζουμε; Θα έλεγαν). Κάποιοι γονείς μιλούν για την επικοινωνία που είχαν με τα παιδιά τους πριν από την σύλληψή τους (ακόμα και χρόνια πριν!), άλλοι μιλούν για την επικοινωνία τους με την ψυχή του εμβρύου που ήδη κυοφορούνταν. Αλλοτε η επικοινωνία αυτή ήταν με τη μορφή ονείρων, άλλοτε οραμάτων, άλλοτε «τηλεπαθητικά», σαν «μεταβίβαση σκέψης», άλλοτε υπήρχε και εικόνα, ή αίσθηση εικόνας… Σημειωτέον ότι οι περισσότεροι γονείς που μοιράζονται τις προγεννητικές τους ιστορίες επικοινωνίας δεν είχαν προηγουμένως τέτοιες εμπειρίες, ούτε η θρησκευτική ή άλλη παιδεία τους τους είχε προετοιμάσει για μία τέτοια εμπειρία. Ελάχιστοι είχαν εμπειρίες «διαμέσου» προηγουμένως. Ο σκεπτικιστής αναγνώστης θα μπορούσε να βρεί πολλά κενά, πολλά παράδοξα, πολλές αλληλοσυγκρουόμενες εμπειρίες ανάμεσα στις ιστορίες αυτές, φυσικά. Και το μόνο που θα είχε να του αντιτάξει κανείς ως αντίλογο θα ήταν η ρήση του Αμλετ «Υπάρχουν περισσότερα πράγματα στον ουρανό και στη γη από όσα μπορεί να ονειρευτεί η φιλοσοφία μας».

Οι δικές μου εμπειρίες επικοινωνίας με τα αγέννητα παιδιά μου ήταν λίγες και πενιχρές σε σχέση με αυτές που περιγράφονται στο βιβλίο. Κάποιες, μάλιστα, μόνο εκ των υστέρων τις αντελήφθην ως τέτοιες! Λέγοντας «λίγες και πενιχρές» δεν θέλω να υποτιμήσω τη σημασία τους, ούτε τη βαθιά επίδραση που είχαν μέσα μου. Καμιά φορά δυό λόγια ή μία εικόνα που «απαντούν» σε σκέψεις, ανησυχίες, ή προβληματισμούς είναι αρκετά, φαίνεται, για να εδραιώσουν τη βεβαιότητα ότι η ψυχή που θα στεγαστεί στο κυοφορούμενο έμβρυο είναι «παλιός γνώριμος».

Θυμάμαι χαρακτηριστικά ότι κατά τον 5ο μήνα της πρώτης μου κύησης, σε έναν πολύ όμορφο διαλογισμό/προσευχή, ένιωσα μία σαφή αλλαγή στην ενέργεια – ξαφνικά υπήρχε και κάποιος άλλος, πολύ κοντινός μου άνθρωπος που διαλογιζόταν μαζί μου. Ανοιξα τα μάτια μου, αλλά ούτε στο δωμάτιο ούτε στο σπίτι δεν υπήρχε κανείς άλλος. Αναρωτήθηκα ‘ποιος’, και η απάντηση ήρθε από την κοιλιά μου, άφωνα, με μία μικρή κίνηση: ‘εγώ’! Από τότε πάντοτε διαλογιζόταν και προσευχόταν μαζί μου (τώρα, το μόνο που κάνει με θρησκευτική ευλάβεια είναι να βάφει και να διακοσμεί με αυτοκολλητάκια τα νύχια της!) Κάποτε, πριν το υπερηχογράφημα εκείνο που θα έδειχνε το φύλο της (το οποίο μου είχε προειπωθεί σε όνειρο, αλλά εγώ δεν το πίστεψα), την είδα στον ύπνο μου ως παιδάκι ενάμιση έτους, και τη ρώτησα αν είναι αγοράκι ή κοριτσάκι. Με κοίταξε με ύφος απίστευτα πειρακτικό, σα να μου έλεγε «αφού το ξέρεις, τι ρωτάς χαζομάρες» και μου είπε  με φωνή ενήλικου: «πάντως είμαι γαλάζιο»! Πού να ήξερα, τότε, ότι εννοούσε την απόχρωση της αύρας της!
Η μεσαία μου κόρη, λίγες μέρες μετά τη σύλληψή της, καθώς έβαλα το χέρι μου στην κοιλιά μου, μου είπε νοερά «ήρθα κι εγώ!» Το θυμήθηκα κανά-δυό χρόνια αργότερα, όταν τρέχοντας ή μπουσουλώντας ερχόταν ανάμεσά μας στο κρεββάτι, κι έλεγε με νάζι και δυναμισμό συγχρόνως «ήρθα κι εγώ!». Ο τρόπος ήταν γνώριμος και χαρακτηριστικός!
Άλλη αντίστοιχη ανάμνηση έχω από την τρίτη μου κύηση, όπου ρώτησα το μωρό ποιος είναι. «τι ποιος είμαι; Είμαι ο αδελφός της …» και είπε το όνομα της μεγάλης κόρης. Επέμεινα εγώ «ναι, αλλά ποιος;» «Ενας ιππότης από τα παλιά» μου απάντησε, και τον ένιωσα να μου κλείνει το μάτι. Όταν γεννήθηκε είχε μία απίστευτα ευγενική φυσιογνωμία, που σίγουρα δεν θύμιζε την εικόνα που είχα για τους σκληροτράχηλους μεσαιωνικούς ιππότες. Ξαναθυμήθηκα τη φράση αυτή όταν, μόλις τριάμιση ετών, περπατούσαμε με τις αδελφές του και κάποιες φίλες σε μονοπάτι με πολλές φυλλωσιές, και επέμενε να κρατήσει τα κλαδιά μέχρι να περάσει και η τελευταία από μας, και μετά να ακολουθήσει ο ίδιος!

Στο βιβλίο, δεν έχουν μόνο οι μέλλουσες μαμάδες εμπειρίες επικοινωνίας με τα παιδιά τους πριν τη γέννα, έχουν και οι μπαμπάδες – ο μπαμπάς των δικών μου παιδιών άκουγε συχνά τη μεγάλη να παίζει πιάνο και να τραγουδάει. Δεν την άκουσα ποτέ, πάντως σήμερα η μουσική της ευφυία. και η φωνή της είναι από τα ιδιαίτερα χαρίσματά της.

Εμπειρίες επικοινωνίας φαίνεται να έχουν και οι γονείς που υιοθετούν παιδιά. Θεωρώ ότι κατά την ίδια λογική που δεν φαίνεται να είναι τυχαίος ο ερχομός μίας συγκεκριμένης ψυχής σε μία συγκεκριμένη οικογένεια με ‘φυσικό’ τρόπο, έτσι δεν είναι τυχαίο το ποια παιδιά έρχονται σε μία οικογένεια εξ υιοθεσίας. Το βιβλίο το επισημαίνει αυτό, πάλι μέσα από ιστορίες γονέων που υιοθέτησαν παιδιά. Κάποτε μέσα σε ένα λεωφορείο υπήρξα ωτακούστρια σε μία ιστορία που έλεγε μία γυναίκα σε μία άλλη – για χρόνια δεν μπορούσε να τεκνοποιήσει, και κάποια στιγμή τεκνοποίησε η νύφη ή η κουνιάδα της, η οποία απεβίωσε πριν το μωρό κλείσει χρόνο. Μη υπαρχούσης άλλης πρόθυμης θετής μαμάς στην οικογένεια, ανέλαβε το μωρό η αφηγήτρια. Όταν το κοριτσάκι έγινε τριών-τεσσάρων ετών της είπε με μεγάλη σοβαρότητα «εγώ πάντα σε σένα ήθελα να έρθω, αλλά η κοιλίτσα σου δεν μπορούσε να με κρατήσει, και έτσι ήρθα στην…» (είπε το όνομα της βιολογικής της μητέρας) «και έτσι κατάφερα να έρθω κοντά σου». Η γυναίκα είχε προηγουμένως διαβεβαιώσει τη συνομιλήτριά της ότι δεν είχαν πει στο παιδί ότι η ίδια δεν ήταν η φυσική του μητέρα!

Το βιβλίο δεν δίνει απαντήσεις, δεν πρεσβεύει κάποια θεωρία/δόγμα/θεολογία έναντι κάποιας άλλης. Δίνει μόνο ιστορίες που γεννούν περισσότερες απορίες, αλλά  συγχρόνως (και παραδόξως) είναι κατατοπιστικές και ανακουφιστικές. Λένε το ‘τι’ αλλά όχι το ‘γιατί’ ή το ‘πώς’. Η κάθε ιστορία και εμπειρία είναι μοναδική, παρότι κάποιες φαίνεται να συγκλίνουν σε κάποια δεδομένα (π.χ. το ότι τα παιδιά δεν έρχονται τυχαία σε τυχαίες οικογένειες). Φυσικά και αυτό, το «μη-τυχαίο» γεννά πάμπολλα εύλογα ερωτήματα (π.χ. πώς επιλέγουν κάποια παιδιά να γεννηθούν σε οικογένειες κακοποιητικές ή παραμελητικές, όπου οι γονείς μπορεί να είναι χρήστες ουσιών ή έχουν μία οποιαδήποτε άλλη αντικοινωνική συμπεριφορά). Παρότι δεν δίνονται απαντήσεις, όμως, και μόνο η ανάγνωση των αφηγήσεων αυτών και ο προβληματισμός σχετικά με τα θέματα αυτά διευρύνει τη συνειδητότητα και πιθανώς εκλεπτύνει και την αντίληψή μας – πολλές φορές με τέτοιους τρόπους γεννιέται μέσα μας η αναζήτηση της πνευματικότητας…


ΥστερόΓραφο:
Θα ήταν ίσως ωραίο και ενδιαφέρον να συλλέγαμε και στην Ελλάδα ιστορίες προγεννητικής επικοινωνίας, έστω να τις μοιραζόμαστε διαδικτυακά, ακόμα και να τις εκδίδαμε σε μορφή βιβλίου. Είμαι σίγουρη ότι υπάρχουν πολλές, κι έχουν πολλά να μας διδάξουν.