Τρίτη 10 Δεκεμβρίου 2013

Το αγόρι που κοιμόταν με το γάτο


Εντεκα φορές έκανε η γη τη βόλτα της γύρω από τον ήλιο από τότε που γεννήθηκε "το τρίτο μωρό" της οικογένειας. Το χρόνο τον μετράς τα πρώτα χρόνια ενός παιδιού, που οι αλλαγές είναι μεγάλες. Μετά κάπου το χάνεις, μέσα στη συνήθεια της καθημερινότητας. Μόνο κάποιες ώρες το συνειδητοποιείς, όταν αφεθείς να χαθείς λιγάκι στους τόπους της καρδιάς, και ξαναβλέπεις τον μικρό ντράμερ/ποδοσφαιριστή/ακροβάτη να μασουλάει την ουρά της μπάρμπι-γοργόνας των αδελφών του, ή τον ξανθό μπάμπουρα τυλιγμένο σαν πιροσκί να περπατά γύρω από το Στόουνχέντζ.

Από χτες το βράδυ φρόντισε τα γλυκάκια που θα έπαιρνε σήμερα στο σχολείο του (τελευταία έχει τρελλαθεί με τα ντόνατ), και κανόνισε με την κολλητή της αδελφής του να ξυπνήσει νωρίτερα για να του φτιάξει τα μαλλιά με ζελέ. Τα κοριτσάκια, μη έχοντας να πάνε σχολείο σήμερα, αφιερώνουν το πρωινό τους να του φτιάξουν τούρτα και cookies - έκαναν την ιντερνετική τους έρευνα, αποφάσισαν, και πάνε να ψωνίσουν τα υλικά, έχοντάς με προειδοποιήσει οτι μόλις γυρίσουν θα με διώξουν από την κουζίνα "για καλό σκοπό".

Τα πρωινά περπατάμε παρέα για το σχολείο του, το μεσημέρι γυρνάει μόνος. Τα πρωινά συζητάμε, κάνω πρακτική τα ισπανικά μου διδάσκοντάς του όσα ξέρω, ή χαζεύουμε τα δέντρα, τα σύννεφα, και λέμε διάφορα. Οταν τον πάω με το αυτοκίνητο, φτάνοντας στο σχολείο πετάγεται σαν ελατήριο από πίσω με ένα "γειάαα", αλλά ποτέ δεν κοπανάει την πόρτα. Καμιά φορά σχολιάζουμε τις οικογένειες των μπροστινών μας αυτοκινήτων: σταματάει το αυτοκίνητο στη μέση του στενού δρόμου, ανοίγει ο γονέας την πόρτα. Βγαίνει. Ανοίγει την πίσω πόρτα, βγαίνει το παιδί. Το πάει ο γονέας δύο βήματα ως το πεζοδρόμιο. Ξαναγυρνάει, ανοίγει το πορτ-μπαγκάζ, βγάζει την τσάντα. Κλείνει το πορτ-μπαγκάζ, δίνει την τσάντα στο παιδί, το πάει μέχρι την πόρτα (άλλα 3 βήματα). Γυρνάει στο αυτοκίνητο, ανοίγει την πόρτα του οδηγού, μπαίνει μέσα, βάζει μπρος τη μηχανή, και ψάχνει να το παρκάρει, για να παρακολουθήσει την προσευχή του σχολείου. Εμείς γελάμε με την ψυχή μας! Κάποτε του είπα οτι αυτό μου θύμισε ένα διήγημα, που ένας τύπος παρακολουθούσε μια γυναίκα στο λεωφορείο που "ανοίγει τη μεγάλη τσάντα, βγάζει το μικρό τσαντάκι, κλείνει τη μεγάλη τσάντα, ανοίγει το μικρό τσαντάκι, βγάζει..." (το γνωστό του Ψαθά από το "η Θέμις έχει νεύρα") Και γελάμε ακόμα περισσότερο! Με τον σύντροφό μου  (που είναι πιο σοβαρός τύπος) με τα ίδια ερεθίσματα, παίρνουν αφορμές για κοινωνιολογικές αναλύσεις!

Μεγαλώνω ένα παιδί που με εκπλήσσει γλυκά σχεδόν κάθε μέρα. Θαυμάζω τη μαθηματική του ικανότητα, που του βγαίνει αυθόρμητα μέσα στην καθημερινότητα, θαυμάζω και την ωριμότητα της προσωπικότητας που είναι σε θέση να γνωρίζει τι θέλει και να το διεκδικεί με σταθερότητα και ευγένεια. Σταμάτησε το ποδόσφαιρο πολύ συνειδητά, όταν, μεταξύ άλλων, έπαψε να είναι παιχνίδι και έγινε "κάτι πιο σοβαρό". "Εγώ θέλω να παίζω ποδόσφαιρο, θέλω να παίζω για το παιχνίδι, δεν θέλω να πιέζομαι". Μάταια προσπάθησα να το εξηγήσω  αυτό στον προπονητή του, καθώς με βομβάρδιζε με θεωρίες οτι τα παιδιά δεν πρέπει να έχουν πολύ ελεύθερο χρόνο πρέπει να "μπαίνουν σε σειρά", κτλ κτλ. "Το παιδί και το παιχνίδι έχουν την ίδια ρίζα", του έλεγα εγώ. "Αμα δεν παίξει τώρα, πότε θα παίξει;" Και τέτοια. Ο νεαρός αποφάσισε οτι θέλει να γυμνάζεται αλλιώς. Δοκίμασε το τσίρκο.Του αρέσουν τα ακροβατικά (αυτά θέλει), αλλά όχι οι άλλες "τέχνες του τσίρκου". Του έδειξα κι ένα παλιό βιβλίο με γιόγκικες στάσεις, και ενθουσιάστηκε. "Αυτό αυτό!" ... και νά σου τα στρωματάκια στο σαλόνι μας, για τα ακροβατικά του! (ψάξε βρες τώρα καλή μου μαμά γιόγκα για παιδιά στην προεφηβεία)

Τελευταία προβληματίζεται αρκετά σχετικά με το σχολείο. Μπαίνει στην προεφηβεία, άρχισε να "βαριέται", και δυσκολεύεται να ξυπνήσει καθώς σιγά-σιγά αλλάζουν οι βιορυθμοί του. Θέλει ν' αλλάξει το σχολείο, ή, όπως λέει, να το καταργήσει! Θα προτιμούσε, λέει, να κάθεται σπίτι και να κάνει πειράματα με τις φωτιές και τα νερά (ωχ, επικίνδυνος μας βγαίνει τούτος). Είναι μάλλον από αυτούς που βαριούνται να μαθαίνουν από βιβλία, αν και διαβάζει πολύ (κόμικς και λογοτεχνία).

Και κάθε βράδυ, όταν ο γάτος δεν νυχτοπερπατά, θέλει να κοιμάται πλάι του, στην αγκαλιά του. Οπου και αν τον έχει πάρει ο ύπνος.









Δευτέρα 2 Δεκεμβρίου 2013

Επιλογές ζωής

«Τιιιι;; Δεν θα κάνεις αμνιοκέντηση; Συνειδητοποιείς τι πάς να κάνεις; Αναλαμβάνεις την ευθύνη να φέρεις  στη ζωή, στην κοινωνία, ένα παιδί με πρόβλημα;» Ηταν τα λόγια της ακτινολόγου όταν είδε κάποιες παράξενες ενδείξεις (μικρο-ανωμαλίες, και άρνηση συνεργασίας από το κυοφορούμενο) στον υπέρηχο, την εποχή που κυοφορούσα τη δεύτερη κόρη μου. Και εντάξει, αμνιοπαρακέντηση δεν θα έκανα ποτέ (φοβάμαι φρικτά τις βελόνες που εισβάλλουν στο σώμα, ακόμα κι αυτές τις «αθώες» που σου παίρνουν «λίγο αιματάκι», και ποτέ δεν κοιτάω…). Αλλά εάν δεν μου μιλούσε τόσο έντονα (για τα δικά μου μέτρα) η ακτινολόγος, θα αργούσα πολύ να συνειδητοποιήσω τα πράγματα και να αναλάβω τις ευθύνες μου. Σημειωτέον ότι ήταν (και ίσως παραμένει) μία από τις καλύτερες ακτινολόγους των Αθηνών, και την σέβομαι βαθύτατα για τη δουλειά και την επιστημοσύνη της.
Τις ευθύνες μου τις ανέλαβα: αποφάσισα ότι δεν θα ξανακάνω άλλες εξετάσεις και θα γεννήσω το παιδί μου, όπως και να ήταν αυτό! Είχα πάρει ανάποδες, που λένε. Όταν της τηλεφώνησα να της το πω έμεινε εμβρόντητη, κι εγώ δεν παρέμεινα  πολύ στη γραμμή για να κάνω κουβέντα.
Ίσως η απόφαση να ήταν ήδη ειλημμένη, και να μην το είχα συνειδητοποιήσει: το παιδί που κυοφορούσα ήταν καρπός έρωτα, και το γνώριζα από την πρώτη ώρα της σύλληψης. Δεν ετίθετο θέμα να το απαρνηθώ. Είχαμε διαλέξει η μία την άλλη, την αγαπούσα και μ’ αγαπούσε (πέραν πάσης αμφιβολίας). Ήταν, δε, για μένα η εποχή που σκεφτόμουν σοβαρά αυτό που οι ανατολίτες ονομάζουν «κάρμα», τον νόμο του αιτίου και του αποτελέσματος, ή (όπως το έβλεπα εγώ τότε) τα «μαθήματα ζωής» που έπρεπε να πάρω σαν άνθρωπος. Και σκέφτηκα ότι εάν πρέπει να πάρω μαθήματα ζωής από ένα παιδί που «έχει πρόβλημα», με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο θα το πάρω, δεν θα το αποφύγω. Άρα, ας το πάρω συνειδητά!
Μετά την ενημέρωση της ακτινολόγου (που με περίμενε να κλείσουμε ραντεβού και για τις υπόλοιπες εξετάσεις), έπρεπε να ενημερώσω και τη γυναικολόγο μου. Είχα ακούσει για γιατρούς που δεν δέχονταν να ξεγεννήσουν μωρά με (έστω πιθανολογούμενα) γενετικά προβλήματα, και ήμουν προετοιμασμένη ακόμα και γι αυτό. Αντί αυτού, η αντίδρασή της ήταν «Δεν θα τολμούσα ποτέ να σου συστήσω να πάρεις μία τέτοια απόφαση, αλλά κι εγώ στη θέση σου το ίδιο θα έκανα». Εξάλλου, συνέχισε, όλα αυτά είναι στατιστικές – κάτι λένε, για αυτούς που θέλουν να ακούσουν, αλλά δε λένε και τίποτα. Αν έχεις μία πιθανότητα στις 300 να γεννήσεις ένα παιδί με χρωμοσωμική ανωμαλία (έναντι των 700-τόσων που είναι «κανονικά»), αυτό σημαίνει ότι έχεις 299 πιθανότητες να γεννήσεις ένα φυσιολογικό παιδί. Εσύ διαλέγεις από ποια πλευρά θέλεις να το δεις!  Άσε που – είπα εγώ - μπορεί να γεννήσεις ένα φυσιολογικό παιδί σήμερα και στα 10 του χρόνια να τραυματιστεί σε κάποιο άθλημα και να μείνει ανάπηρο… δεν ξέρεις ποτέ τι σου ξημερώνει, οπότε ή παίρνεις απόφαση να διαχειριστείς ότι σου φέρει η ζωή, ή κλείνεσαι στην ψευδαίσθηση της ασφάλειας των προφυλάξεων, και ζεις τη ζωή σου με το φόβο… Η γυναίκα δεν μπορούσε να μην συμφωνήσει. Είχε παιδιά η ίδια, ήξερε.
 Όλα αυτά, σε ένα τηλεφωνηματάκι 3 λεπτών από το γραφείο, που άφησε άναυδους τους τότε συναδέλφους μου. Εκτοτε, μου λένε διάφοροι πράγματα του τύπου «πω πω, απερισκεψία» ή «έχεις μεγάλη δύναμη σαν άνθρωπος για να πάρεις τέτοια απόφαση», «σαν πολύ φανατική θρησκευόμενη να είσαι!» και τέτοια. Κι αν δεν τα λένε, τα σκέφτονται. Ούτε απερισκεψία, ούτε δύναμη, ούτε θρησκεία, φυσικά. Απλά μια συνειδητή απόφαση του «παίρνω το φόβο μου παραμάσχαλα και προχωρώ». Και δεν μπορώ να το βρώ μέσα μου να κατηγορήσω κάποια ή κάποιον που θα έπαιρνε την αντίθετη απόφαση, της διακοπής της κύησης. Ο καθένας έχει το δικαίωμα να σέβεται την εσωτερική του φωνή, την τρέλλα του, και τις αντοχές του, είμαστε όλοι τόσο διαφορετικοί!
Σήμερα οι προγεννητικές εξετάσεις έχουν πληθύνει κι άλλο, απ’ ότι μου λένε. Επειδή οι γυναίκες αποφασίζουν να γίνουν μάνες σε μεγαλύτερες ηλικίες από ότι στη δεκαετία του 1970 και του 1980,  και οι στατιστικές μελέτες έχουν μείνει λίγο πίσω (η αγαθότερη εκδοχή – θα μπορούσε να δει κανείς και άλλες), στα 40 οι περισσότεροι γιατροί σε θεωρούν «παρήλικα», και σου συστήνουν φορτικά να κάνεις πλείστες όσες χρονοβόρες, ακριβές, (και πιθανώς αμφιβόλου εγκυρότητας) εξετάσεις. Γιατροί είναι, ειδικοί, έχουν σπουδάσει, γνωρίζουν, και μία γυναίκα στην ευαίσθητη πρώιμη φάση της εγκυμοσύνης της, τους εμπιστεύεται… Ο σύζυγος ή σύντροφος, ως άντρας, εμπιστεύεται συνειδητά και υποσυνείδητα έναν άλλον άντρα (στην πλειοψηφία τους οι γυναικολόγοι είναι άντρες, ακόμα και σήμερα!). Έχω φίλες που μου έχουν εξομολογηθεί ότι δεν θα εμπιστεύονταν μια γυναίκα να είναι η γιατρός τους – και εγώ πάντα ρωτάω εάν θα εμπιστεύονταν ποτέ έναν Ω.Ρ.Λ. χωρίς μύτη ή  αυτιά. Πέραν αυτού, η επιστήμη έχει προχωρήσει τόσο, που μπορείς σήμερα να ξέρεις όχι απλά το φύλο του παιδιού σου, όχι απλά το πιθανολογούμενο βάρος του, όχι απλά εάν θα έχει κάποια σωματική παραμόρφωση, αλλά και πλείστα όσα άλλα, φοβερά και τρομερά. Υπάρχουν μελέτες και στατιστικές για το ιδανικό βάρος της εγκύου, την ιδανική διατροφή, το πόσο πρέπει να περπατάει ή να κάθεται ή να ξαπλώνει, το πόσα ποτηράκια κρασί επιτρέπεται μετά τον δεύτερο μήνα… Είμαι σίγουρη ότι όλα αυτά βοηθούν κάποιους ανθρώπους (γιατρούς, μαίες, κλινικάρχες, φαρμακευτικές και ασφαλιστικές εταιρείες), ίσως και κάποιους μέλλοντες γονείς. Στο περιβάλλον μου, όμως, βλέπω την τάση να υιοθετούν όλες αυτές τις μελέτες σαν ευαγγέλιο (πιθανόν, ξαναγυρνάμε τώρα  στη θρησκεία, οι άνθρωποι να χρειάζονται να υιοθετούν ευαγγέλια, και έχοντας απορρίψει το «κλασσικό» των 4 αποστόλων, βρίσκουν άλλα, εναλλακτικά!). Βλέπω την τάση να ακολουθούν επιταγές γιατρών άκριτα και κατά γράμμα. Βλέπω  να κάνουν εξετάσεις επί εξετάσεων για να βρουν πιθανότητες γενετικών ανωμαλιών, χωρίς πιο πριν να έχουν αποφασίσει πώς θα αντιμετωπίσουν τα αποτελέσματα των εξετάσεων. Υπάρχουν γυναίκες που έχουν επενδύσει απίστευτη ταλαιπωρία και χρήματα για να πετύχουν την ποθητή εγκυμοσύνη, ακολουθώντας θεραπείες και συστάσεις γιατρών, αλλά δεν τολμούν να σκεφτούν το ενδεχόμενο ότι το παιδί τους μπορεί να είναι κάτι λιγότερο από τέλειο. Και δεν τολμούν να θέσουν στον εαυτό τους την ερώτηση του τι θα κάνουν με ένα πιθανό «αντίξοο» αποτέλεσμα μίας προγεννητικής εξέτασης. Γιατί καλή είναι η επιστήμη στο να σου πει τι πιθανότητες υπάρχουν στο να γεννηθεί ένα παιδί έτσι ή αλλιώς, αλλά είναι παντελώς ανίκανη να σου πει πώς να το διαχειριστείς.
Χρειαζόμαστε μία αλλιώτικη παιδεία (όσοι και όσες με διαβάζεται θα με έχετε βαρεθεί να το λέω). Μία παιδεία που να μας διδάσκει για τη ζωή και το θάνατο, μία παιδεία που να διαμορφώνει ηθικά όντα. Ηθικά όχι με την παλιά έννοια που είχε η γενιά των γονιών μου, αλλά με την έννοια του σεβασμού σε κάθε μορφή ζωής. Μια παιδεία που να μας κάνει καλούς μαθητές της ζωής: να μπορούμε να μαθαίνουμε από τον συνάνθρωπο, από τα λάθη μας και τα σωστά μας, να αποδεχόμαστε τις αλλαγές, να είμαστε δημιουργικοί και πρωτότυποι, να είμαστε ικανοί να χρησιμοποιούμε ολόκληρο τον εγκέφαλό μας. Μια παιδεία που να μας επιτρέπει να κάνουμε ότι μπορούμε καλύτερο για τον πλανήτη που ζούμε, αποτίοντας φόρο τιμής και σεβασμό όπου αληθινά αξίζει. Μια παιδεία που να μας μαθαίνει ποια είναι η φύση του ανθρώπου και ποιος είναι ο σκοπός της ύπαρξής του στη γη. Μια παιδεία που να μας επιτρέπει να δεχτούμε ότι όσα μαθήματα μπορούμε να πάρουμε από την υγεία, άλλα τόσα και περισσότερα  μπορούμε να πάρουμε από την ασθένεια. Γιατί, πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχτούμε ότι αυτό που θα βγει από το σώμα ή το σπέρμα μας δεν θα είναι το απολύτως τέλειο κατά τα πρότυπα της κοινωνίας ή της φυσιολογίας; Πόσο έτοιμοι είμαστε να αποδεχτούμε ότι αυτό που σήμερα θεωρείται επιστημονικό δεδομένο μεθαύριο μπορεί να θεωρείται ανέκδοτο; (έχει συμβεί με τόσα πολλά πράγματα στην μέχρι τώρα πορεία της επιστήμης). Πόσο έτοιμοι είμαστε να δεχτούμε ότι ο τρόπος και τα πρότυπα της ζωής μας μέχρι τώρα έχουν δημιουργήσει συνθήκες που δυσκολεύουν την υγεία μας και των παιδιών μας; Κι αν το δεχτούμε, πόσο έτοιμοι είμαστε να ξεβολευτούμε και να τον αλλάξουμε;

"μη μαθαίνετε στα παιδιά μόνο να μετράνε, μάθετέ τους τι μετράει περισσότερο"

Η πολιτική εξουσία δεν ενδιαφέρεται για τέτοια πράγματα. Οι αρχηγοί ενδιαφέρονται για οπαδούς και εργάτες, για να μπορούν να παραμένουν στη θέση τους (μη έχοντας ούτε αυτοί την πρέπουσα παιδεία, δεν αντέχουν τις αλλαγές), και χρειάζονται τους έχοντες πλούτο, γιατί είναι το άλλο εχέγγυο της εξουσίας τους. Οι έχοντες πλούτο, πάλι, ενδιαφέρονται πρωτίστως για την διατήρησή του: η παιδεία για την οποία μιλώ δεν έχει αυτό ως προτεραιότητα.
Δεν βλέπω άλλη λύση πέρα από την αμφισβήτηση των δεδομένων, και την αυτομόρφωση. Η κριτική σκέψη δεν φτάνει! Χρειάζεται να αναπτύξουμε όλες μας τις νοημοσύνες για να τη βγάλουμε καθαροί, για να διατηρήσουμε την ελευθερία μας και σώας τας φρένας…
(Για την ιστορία, το επαπειλούμενο με γενετικές ανωμαλίες παιδάκι βγήκε «φυσιολογικό», όσο φυσιολογικός μπορεί να είναι ένας πολύ δημιουργικός και ταλαντούχος άνθρωπος με ακαταμάχητη γοητεία).


Παρασκευή 15 Νοεμβρίου 2013

Η Απαγορευμένη Εκπαίδευση



Τα διάφορα "μανιφέστα" συνήθως γράφονται. Πάντα γράφονται από επαναστάτες, από ανθρώπους που θέλουν να δηλώσουν τα πιστεύω τους, σχετικά με το ένα ή το άλλο θέμα. Βλέποντας την ακόλουθη ταινία, σκέφτηκα οτι αυτή θα μπορούσε να είναι το δικό μου μανιφέστο σχετικά με την εκπαίδευση. 

Η ταινία διαρκεί σχεδόν δυόμιση ώρες και κάτι, και αγγίζει όλα τα θέματα, οτιδήποτε αφορά την εκπαίδευση στο σχολείο. Είναι ένα περσινό ανεξάρτητης παραγωγής ντοκυμαντέρ που χρηματοδοτήθηκε "με τη βοήθεια του κοινού" (crowdfunding), και είναι χωρισμένο σε 10 θεματικές ενότητες, που περιλαμβάνουν την ιστορία του σημερινού σχολικού συστήματος, τα θέματα δύναμης και εξουσίας στα σχολεία, τον ηλικιακό διαχωρισμό και την αξιολόγηση των μαθητών, τον κοινωνικό ρόλο των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, το ρόλο των εκπαιδευτικών, και άλλα. Χρειάστηκα να την δώ σε 2-3 δόσεις λόγω χρόνου, αλλά άξιζε κάθε λεπτό!

Παρασκευή 27 Σεπτεμβρίου 2013

Οι πρώτες αγάπες


(η φωτογραφία είναι κλεμένη απ' αλλού)

Νομίζω πως ο παράδεισος των πρώτων ερώτων είναι ο πιο πολυπληθής, ο πιο γεμάτος.

Οι περισσότεροι δεν τους θυμόμαστε καν, εννοώ τους πρώτους-πρώτους, αλλά υπάρχουν, μνημεία γλυκών συναισθημάτων γεμάτα από τρυφερές ματιές, την αίσθηση της οικειότητας και της συντροφικότητας χωρίς ναι μεν αλλά, πολλά γέλια, πολλά κλάματα, πολλή κουβέντα για άσχετα πράγματα, και φυσικά τις ποικίλες (και συνήθως χαζές) αντιδράσεις των «μεγάλων».

Ο έρωτας ξεκινά από το νηπιαγωγείο (κάποτε κι από τον παιδικό σταθμό!). Δεν θα ξεχάσω μία νηπιαγωγό, ένα μεσημέρι, που είπε ξεφυσώντας, μισογελώντας, και σηκώνοντας τα μάτια ψηλά «αυτή δεν είναι τάξη νηπιαγωγείου, το χρυσό κουφέτο είναι! Η μικρή σας, όμως, τι να πω – βράχος ηθικής!» Γιατί η δική μου κόρη ήταν ερωτευμένη με ένα αγοράκι στη διπλανή  τάξη.

Τεσσάρων ετών και τα δύο, εσωστρεφή, συναντιόντουσαν στα διαλείμματα και την ώρα του φαγητού, και μιλούσαν χαμηλόφωνα, ή απλά κάθονταν μαζί, πλάι-πλάι. Σιωπηλά. Κανείς ποτέ κατάφερε ν’ ακούσει τι λέγανε. Ηταν ο μοναδικός «έγχρωμος» του σχολείου, με πατέρα ημεδαπό και μητέρα μία καλλονή εξ Αιθιοπίας. Δύο χρόνια αργότερα, σε άλλο σχολείο, ο ιδιαίτερος φίλος της ήταν το μοναδικό (και μοναχικό) παιδί από την Αλβανία. Και πάλι, ποτέ κανείς δεν έμαθε τι συζητούσαν τόση ώρα οι δυό τους, καθισμένοι στα σκαλάκια της εισόδου, ή στριμωγμένοι παγκάκι. Κατεβασμένα κεφαλάκια, σοβαρά, ήσυχα, μπορεί να αντάλλαζαν ένα-δυό βλέμματα εύγλωττης τρυφερότητας. Από διακριτικότητα, δεν την ρώτησα ποτέ τίποτα. Δασκάλες και μαμάδες χαζογέλαγαν ημι-πονηρά, μιλώντας για έρωτες και «φτιαξίματα». Οφείλω να ομολογήσω ότι η εξ Αιθιοπίας μαμά ουδέποτε έκανε κάποιο σχόλιο, ήταν μία αιθέρια, ευγενής, σοβαρή ύπαρξη.

Η άλλη κόρη, πάλι, είχε μια ουρά από θαυμαστές (μου έλεγαν οι δασκάλες). Εκείνη καταδεχόταν μόνο τον Αλκίνοο, κι αυτός, σε απόδειξη της αποκλειστικής του αγάπης,  στα πάρτυ του καλούσε μόνο ένα παιδάκι: εκείνη («αυτό δεν είναι πάρτυ, είναι ραντεβού» έλεγε η δασκάλα τους). Οι γονείς, σπάνιες υπάρξεις κι αυτοί, μεγάλωναν τρία αγόρια, είχαν πείρα απ’ αυτά, και σέβονταν τις επιλογές του μικρού τους απολύτως χωρίς τα συνήθη ημι-χυδαία υπονοούμενα.

Οι ίδιες δεν θυμούνται πια τις πρώτες τους αγάπες. Σήμερα, έφηβες και οι δύο, έχουν να μου πουν ότι το δημοτικό το θυμούνται σαν μία σειρά από ανεκπλήρωτους «έρωτες», μια που σ’ αυτές τις ηλικίες τα ενδιαφέροντα και η συναισθηματική ανάπτυξη αγοριών και κοριτσιών διαφέρουν παρασάγγας. «Θυμάμαι τα μαθηματικά που κάναμε όταν εμένα μ’ άρεσε ο τάδε». «Θυμάμαι την ιστορία που κάναμε την εποχή που μ’ άρεσε ο δείνα». Μόνο που ο τάδε και ο δείνα (κι ήταν αρκετοί!) ήταν σε άλλο μήκος κύματος!

Το βλέπω στο μικρό ξωτικό: στο νηπιαγωγείο είχε μία τρυφερή φιλία με ένα κοριτσάκι, και συζητούσαν με τις ώρες για τους γονείς τους (η δασκάλα έστηνε αυτί, κανονικά) συγκρίνοντας κι αποτιμώντας καταστάσεις, μια που και τα δύο ζευγάρια γονέων είχαν σχετικά πρόσφατα χωρίσει. Καθόντουσαν μαζί, έτρωγαν μαζί, μιλούσαν, έπαιζαν με τα ίδια παιχνίδια. Το κοριτσάκι άλλαξε σχολείο, άλλαξε και γειτονιά. Ο νεαρός απέκτησε έναν κολλητό με τον οποίο έκαναν όλες τις σκανταλιές του κόσμου. Αγορίστικα πράγματα. Στο δημοτικό είναι ενήμερος για τον έρωτα που τρέφουν γι αυτόν κάποιες από τις συμμαθήτριές του αλλά είναι αλλού: «δεν τα μπορώ αυτά, βαριέμαι» λέει αναστενάζοντας - και πάει να παίξει ποδόσφαιρο ή να κάνει τις περίεργες κατασκευές του.

Σαν να θυμάμαι κάτι καλοκαίρια, με την κορούλα της δικής μου πρώτης αγάπης, ένα χρόνο μεγαλύτερη απ' αυτόν, που έπαιζαν στη θάλασσα, και αναπτύχθηκε έρως σφοδρός. Στα τρία του χρόνια (εκείνη τέσσερα) την κοίταζε στα μάτια, κοιμόνταν κάτι βράδια αγκαλίτσα, και ένα απόγευμα αποφάσισαν να αρραβωνιαστούν. Μια αγάπη για δυό καλοκαίρια ήταν αυτή, γιατί στο τρίτο καλοκαίρι η Κατερινούλα προτίμησε για άντρα της τον Βασιλάκη, κι έγινε η αφορμή να τσακωθούν τα δυό αγόρια για τα μάτια της. Μικρά δράματα που κάποτε ξεπερνιούνται με το τέλος των διακοπών. Ο έρως μου για το μπαμπά της, κάποτε, ούτε τόσο δεν είχε κρατήσει!

Μεγαλώνοντας τα μικρά πλάσματα, γίνομαι κοινωνός πολλών σχολίων, εξομολογήσεων, και ιστοριών ερωτικών εξερευνήσεων (που θα έκαναν πολλούς γονείς να φρικάρουν δεόντως, είμαι σίγουρη!). Στέκομαι πάντα με δέος μπροστά στον έρωτα, όποια μορφή κι αν παίρνει. Συχνά με ρωτούν για τους δικούς μου πρώτους έρωτες (και δεν μπορώ ποτέ να ανατρέξω παλαιότερα από την πρώιμη εφηβεία μου), και το τελευταίο τους «εύρημα» που πολύ συζητήθηκε ήταν ο πρώτος έρωτας του συντρόφου μου, κάπου στα 17, με μια συμμαθήτρια ονόματι Φρόσω…


Λέμε ιστορίες για το πώς ήταν τα μάτια του, τα μάτια της, αν βγαίναμε μόνοι, αν φιληθήκαμε… Αλλά είναι δύσκολο να μιλάς για τα μεγάλα μυστήρια της ζωής: εδώ πιο πολλά λένε τα μάτια, τα ντροπαλά χαμόγελα που αναπολούν, και το γέλιο.



Αυτή η ανάρτηση είναι μέρος ενός διαδικτυακού αφιερώματος. Ιδού οι υπόλοιπες συμμετοχές:
http://pollyannasdays.blogspot.gr/2013/09/blog-post.html?spref=fb
http://tsalapetinos.blogspot.co.uk/2013/09/blog-post_27.html#sthash.ZZMe5WYh.gbpl

Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

Καλοκαιρινά παραμύθια



Μια φορά κι έναν καιρό ήτανε μια οικογένεια που δεν έμοιαζε με τις άλλες. Δεν θα μπώ σε άλλες λεπτομέρειες, αν και πάντα έχουν ίσως το ενδιαφέρον τους, μόνο θα περιγράψω ένα απ' τα καλοκαίρια τους.
Ζούσανε, λοιπόν, μαμά, κουτσούβελα, σκυλιά, δέντρα, λουλούδια, γατιά, βατόμουρα, συκιές, χελώνες, μπανανιές, μπουκαμβίλιες, φιλενάδες και κουτσούβελα φιλενάδων σε ένα σπίτι κάπου στο νότο - σε ένα σπίτι ανάμεσα στους κόσμους. Αυτό το σπίτι ήταν στα σύνορα, αποτελούσε το όριο: 
Ανάμεσα στον κόσμο που γνωρίζουμε, και στον κόσμο των νεράιδων. 
Ανάμεσα στον σκληρό κόσμο των διεκδικήσεων γης και περιουσίας και τον τρυφερό κόσμο της αληθινής φιλίας. 
Ανάμεσα  στον κόσμο της καθημερινής ψευτιάς και τον κόσμο της υπερφυσικής αλήθειας. 
Ανάμεσα  στη θάλασσα και στη στεριά.
Ανάμεσα στο χωριό και στα περίχωρά του.
Ανάμεσα στην ανατολή του ήλιου και στην ανατολή  του φεγγαριού. 
Ανάμεσα  στα τραγούδια και στα χωριάτικα κουτσομπολιά.

Τα καλοκαίρια ζούσαν εκεί τρία κοριτσάκια, ένα μεγαλύτερο σοβαρό, ένα πολύ μικρό αγόρι, και οι μαμάδες τους. Η μία οικογένεια τυπικά ζούσε σε άλλο σπίτι, δεν κοιμόταν στο θαλασσινό, αλλά για τις ανάγκες της ιστορίας (και όλων των συμμετεχουσών σε αυτήν), περνούσαν όλες σχεδόν τις ώρες τους μαζί.

Οι δυό μαμάδες έπιναν τσάι τα απογεύματα στη βεράντα, και κουβέντιαζαν. Οραματίζονταν τα γεράματά τους, χωρίς τις υποχρεώσεις των παιδιών, με άσπρα μαλλιά και μπαστουνάκια η καθεμία, να συνεχίζουν να πίνουν τσάι στην ίδια βεράντα, μιλώντας για τις παιδικές τους αναμνήσεις, για τα θαύματα, για τα παιδιά τους, για το σεξ, για το Θεό, για το θάνατο. Οι δυό μαμάδες πήγαιναν και βόλτες: κάποτε με μωρά και ένα καρότσι η καθεμία, στους μικρούς κατάφυτους επαρχιακούς δρόμους όπου δεν σύχναζαν αυτοκίνητα την ώρα που έπεφτε το φως, κάποτε σε κάτι ξωκλήσια χαμένα μέσα στους ελαιώνες και τ' αμπέλια. Αλλοτε πήγαιναν για μπάνιο απογευματινό στην κοντινή παραλία, όπου τα παιδιά μπορούσαν να παίξουν άφοβα στις καλαμιές και στο ποτάμι και να δουν το ηλιοβασίλεμα πέρα από κεί που χαμήλωναν οι λόφοι. Και μετά, πάλι, κάθε βράδυ μέχρι αργά, στη βεράντα με τσάι και κουβέντα μαζί με τα παιδιά... 

Το σπίτι ήτανε γεμάτο με φως, μπογιές, ζωγραφιές, παιχνίδια, κλωστές, κοχύλια, πέτρες, βιβλία, και μουσικά όργανα. Χρώματα πολλά και ήχους από παντού. Η μια μαμά ξυπνούσε πολύ-πολύ πρωί, έβλεπε τον ήλιο να σηκώνεται πέρα από τη θάλασσα και πίσω από το μεγάλο βουνό, και μετά πότιζε τον κήπο. Ο κήπος ήτανε μικρός, σκιερός, σχεδόν μυστικός, με λουλούδια και βοτάνια άγρια και ήμερα, και λίγα καρποφόρα δέντρα. Τα παιδιά έφτιαχναν χάρτινα στολίδια που ανέμιζαν όταν κρέμονταν από τα δέντρα, και τα βράδια άναβαν μικρά γυάλινα φαναράκια - βαζάκια που ζωγράφιζαν τα παιδιά κι έβαζαν μέσα μικρά κεράκια. Το σπίτι ήταν ζωντανό φωτεινό και αεράτο: λάμψεις μαγικές που ξέφευγαν από τα μάτια, το γέλιο, την αντανάκλαση του ήλιου πάνω  στη θάλασσα το πρωί, την αγάπη, τη χαρά προσέλκυαν τα πνεύματα της φύσης, αυτούς τους "ελάσσονες αγγέλους" που λέει ο Διονύσιος και που τα παλιά τα χρόνια ονόμαζαν νεράιδες ή καλοκυράδες.

Χωρίς να τις βλέπουν τα παιδιά τις ένιωθαν, έπαιζαν μαζί τους, κι εκείνες περιχαρείς (οι άγγελοι πάντα χαίρονται με τη χαρά των παιδιών) τα έλουζαν με περισσότερη αγάπη και ζωντάνια. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ στον κήπο η μαμά τις άκουγε να μιλούν, να γελούν, και να τραγουδούν, όπως ακριβώς και τα παιδιά της, και αποφάσισε να πιάσει φιλία μαζί τους. Και έτσι βρέθηκε ένα ωραίο παραμύθι στο σπίτι, για ένα κοριτσάκι που έγραφε και λάμβανε γράμματα από τις νεράιδες του κήπου, και τα παιχνιδιάρικα κοριτσάκια ρώτησαν: μαμά, υπάρχουν στ' αλήθεια νεράιδες; Κι εκείνη απάντησε: γράψτε τους ένα γράμμα για να το διαπιστώσετε, τι να σας πω εγώ;



Ετσι ξεκίνησε η μαγική αλληλογραφία. Κάθε βράδυ οι μικρούλες έγραφαν από ένα μικρό γραμματάκι, το άφηναν στην κουφάλα ενός δέντρου ή πίσω από κανένα μεγάλο φύλλο, και το πρωί έψαχναν εξονυχιστικά τον κήπο για να βρούν την απάντηση. Και πάντα την έβρισκαν. Γραμμένη με περίτεχνη γραφή, μεγάλα γράμματα όλο καμπύλες και σχεδιάκια, τρυφερή και παραμυθένια, πότε σε λεπτό τσιγαρόχαρτο, πότε μέσα σε ροζουλί φάκελλο με ζωγραφιστά βατόμουρα και άνθη φραουλιάς. Τα κορίτσια μάθαιναν για τη φύση, για την αγάπη, για  τον κόσμο που δεν φαίνεται στα υλικά μας μάτια. Και κάθε βράδυ που αποκοιμιόνταν, η μαμά έτρεχε στον κήπο να βρεί το γραμματάκι που είχαν αφήσει τα κοριτσάκια, να το διαβάσει, να το σκεφτεί και να συσκεφθεί με τις νεράιδες, και μεταμεσονυκτίως να γράψει με την ιδιαίτερη πένα που είχε κι εκείνη από παιδί, την απάντηση. Και να την κρύψει στον κήπο, για να τη βρούν τα παιδιά...


Ετσι πέρασε ένα καλοκαίρι, και ένα ακόμα.
Πολύ αργότερα η μία κόρη ανακάλυψε ένα από τα γράμματα που είχε γράψει μαζί με τη φιλενάδα της προς τις νεράιδες του κήπου, μέσα στο πορτοφόλι της μαμάς, και θύμωσε. "Εσύ  τα έγραφες, τόσον καιρό, και μας παραμύθιαζες; Τι εμπιστοσύνη να σου έχω εγώ τώρα;" Μάταια προσπάθησε να της εξηγήσει, η μικρή είχε ήδη μπεί στην ηλικία της αμφισβήτησης, ολόκληρη πέμπτη δημοτικού, και οτιδήποτε παρέπεμπε σε πραγματικότητες έξω από αυτές του σχολείου δεν μπορούσε να γίνει δεκτό. Πληγώθηκε η κόρη, πληγώθηκε κι η μαμά.

Αλλά οι ιστορίες δεν είναι καλό να έχουν στενόχωρο τέλος. Η ζωή διδάσκει τις μαμάδες την υπομονή, κι αλλοίμονο αν δεν γίνουνε καλές μαθήτριες! Μια μέρα τα παιδιά θα μεγαλώσουν τόσο (ίσως σιγά-σιγά να συμβαίνει, ποιός το ξέρει;) που να ξαναγυρίσουνε πάλι στα παιδικά τους παραμύθια. Θα ξαναβρούν τον πλούτο και τη μαγεία, και ίσως κάποτε κι αυτά συνομιλήσουνε με τις νεράιδες του κήπου τους.





(αφιερωμένο στην παρέα του Κορωνέικου καλοκαιριού)

Δευτέρα 12 Αυγούστου 2013

Προβληματισμοί και προσανατολισμοί

Και ήρθε η ώρα το πρώτο μου παιδί να βρεθεί στη Δευτέρα λυκείου και να μπει στην περιπέτεια να επιλέξει «κατεύθυνση» σπουδών. Είναι οι ώρα που οι περισσότεροι γονείς τρέμουν: τι θα διαλέξει το παιδί μου; Ποιο δρόμο θα πάρει; Αυτό που θέλει να σπουδάσει θα της εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον, φήμη, δόξα, επιτυχία, αυτοβεβαίωση, κτλ κτλ κτλ; Κι αν αυτό που θέλει να κάνει στη ζωή της δεν αρμόζει στην ιδεολογία, οικογενειακή παράδοση ή φιλοδοξίες, αν δεν ταιριάζει, τελοσπάντων, με αυτό που ονειρεύεται η οικογένειά της γι αυτήν; (Πώς θα αισθανόμουν, άραγε, αν το παιδί μου ήθελε να γίνει ορκωτός λογιστής; Η οδηγός αγώνων; Είναι κι αυτές οι άτιμες οι ευχές που σου κάνουν οι διάφοροι σε γιορτές κτλ «να το δεις όπως επιθυμείς» και τα τοιαύτα…) Κι αν αυτό που θέλει να σπουδάσει τη βάλει σε μπελάδες; (Αν θελήσει να γίνει κοινωνική ανθρωπολόγος, πού θα τρέχει τώρα στις πρωτόγονες φυλές να την τρώνε τα λιοντάρια και τα γιγάντια κουνούπια;) Τι, θα κάνει, τελοσπάντων, στη ζωή του, αυτό το παιδί; Πώς θα ζήσει;
Στην εποχή μου τα πράγματα ήταν απλά. Γινόσουν γιατρός, δικηγόρος, μηχανικός, ή κάτι που το επέλεγε ο μπαμπάς σου, τελοσπάντων. Οι καλλιτέχνες είτε «πέθαιναν στην ψάθα» είτε (αν ήταν γυναίκες και διάλεγαν, π.χ., τις παραστατικές τέχνες) ήταν «ελαφρών ηθών». Δύο φράσεις που με στοίχειωναν ως παιδί (μια που δεν τις καταλάβαινα). Κι αν είχες την άτυχη τύχη να γεννηθείς σε οικογένεια μεσοαστική, σ’ έτρωγε το μαύρο φίδι των φιλοδοξιών της οικογένειας. Το να μπεις στο πανεπιστήμιο ήταν επιβεβλημένο, κι αν κάποιος τέτοιος γόνος δεν έμπαινε «με την πρώτη» γινόταν το αντικείμενο οίκτου όλου του κοινωνικού κύκλου. Το να  μπεις στο πανεπιστήμιο ήταν ο απόλυτος μονόδρομος, ακόμα και αν δεν σε ενδιέφερε διόλου το αντικείμενο των σπουδών (πόσοι και πόσοι πήγαν και φοίτησαν σε σχολές που δεν επέλεξαν γιατί «εκεί μπήκαν» με τα «μόρια» που έβγαλαν). Αχ αυτά τα μόρια…
Συνήθως τα παιδιά από μικρά εκδηλώνουν κάποιες κλίσεις. Κλίσεις που είτε τις βλέπουν είτε δεν τις βλέπουν οι γονείς και οι δάσκαλοι, είτε τις αξιολογούν είτε όχι. Υπάρχουν ταλέντα που δεν φαίνονται με την πρώτη ματιά. Υπάρχουν παιδιά που δεν εκδηλώνουν τίποτα χαρακτηριστικό που να μπορεί να δει (και να ξεχωρίσει) το περιβάλλον τους, ακόμα κι αυτά τα ίδια. Ρωτούσα προ καιρού μία θεραπευόμενη τι της άρεσε περισσότερο να κάνει όταν ήτανε μικρή. Τίποτα ιδιαίτερο, μου απάντησε. Εκανα τα μαθήματά μου, έπαιζα λίγο με κούκλες, έβλεπα τηλεόραση, αυτό. Συνέχισα, εγώ. Όταν σε ρωτούσαν τι θέλεις να γίνεις όταν μεγαλώσεις, εσύ τι απαντούσες; Ελεγα δεν ξέρω. Η γυναίκα αυτή σπούδασε διοίκηση επιχειρήσεων (στην αλλοδαπή) λίγο χλιαρά, απλά γιατί της βγήκαν οι βαθμοί, και εργάστηκε (πάλι χωρίς ιδιαίτερο ενθουσιασμό ή πάθος) σε μεγάλες εταιρείες. Στα 40-κάτι της, μετά  την πρώτη μύηση στο ρέικι, ανακάλυψε ότι αυτό που θέλει διακαώς να κάνει είναι να δίνει ενέργεια, να θεραπεύει. Τίποτα άλλο δεν έχω θελήσει να κάνω με τόσο πάθος μέχρι τώρα, μου είπε την τελευταία φορά.
Εχω δώσει μεγάλη έμφαση στο να παρατηρώ τα παιδιά μου να διακρίνω κλίσεις και ταλέντα από μικρή ηλικία. Και φυσικά διακρίνω διάφορα. Είναι όμως αυτά που τελικά θα καθορίσουν τις επιλογές ζωής των ίδιων των παιδιών; Και καλά τα ταλέντα και οι κλίσεις – τα ενδιαφέροντα; Γιατί τα ενδιαφέροντα της κάθε ηλικίας μπορεί να αποκλίνουν πολύ από αυτά που προσιδιάζουν στο ιδιαίτερο χάρισμα ή κλίση που μπορεί να εκδηλώνει ένα παιδί… Και ποιος μου λέει ότι αυτό που διαπιστώνω εγώ ως κλίση δεν είναι αυτό που περιμένω να δω – δεν είναι δηλαδή οι δικές μου προσδοκίες; Ποιος μπορεί να είναι τόσο σίγουρος για τον εαυτό του; Και πόσο είναι εύκολο να απεκδυθεί ο γονιός το ρόλο του καθοδηγητή / μέντορα (που δεν του ανήκει, αλλά που τον θεωρεί επιβεβλημένο η κουλτούρα μας); Πόσο εύκολο είναι να αφήσεις τον έλεγχο και να εμπιστευτείς την εσωτερική φωνή του ίδιου του παιδιού (που δεν ξέρεις καν αν την ακούει, ή αν αλλοιώνεται η χροιά της από τα τρέχοντα πρότυπα της κοινωνίας);
Δύσκολα, δύσκολα όλα αυτά.
Και σαν να μην έφτανε αυτή η δυσκολία, έρχεται αποπάνω κι άλλη. Ολη την περασμένη σχολική χρονιά, η συγκεκριμένη κόρη είχε «αποκρυσταλλώσει» το σχέδιο της ζωής της: θα έδινε για μια συγκεκριμένη σχολή σε ένα συγκεκριμένο πανεπιστήμιο (που μάθαμε, μάλιστα, ότι δεν είχε «ψηλά μόρια»), θα φοιτούσε, θα έψαχνε εργασία στον συγκεκριμένο τομέα, και μετά είχε άλλα  σχέδια παράλληλα. Ημουν πολύ χαρούμενη, λοιπόν, που το παιδί μου «ήξερε τι ήθελε» και θα το έβαζε μπρος… Κι εκεί που ήμουν ήσυχη, και το μόνο ζόρι θα ήταν να εξασφαλίσουμε τα απαιτούμενα χρήματα για φροντιστήριο στα μαθήματα που είχε κενά και να διαλέξει από ποια «κατεύθυνση» θα χτυπούσε το στόχο της, βγήκε μία νέα παράμετρος. Της δόθηκε η ευκαιρία να πάει στο συγκεκριμένο πανεπιστήμιο, φιλοξενούμενη φίλης, και να παρακολουθήσει ένα θερινό πρόγραμμα το οποίο της φάνηκε πολύ ενδιαφέρον. Της άρεσε, βέβαια, πολύ – η ατμόσφαιρα, η πόλη, το πανεπιστήμιο, οι καθηγήτριες, όλα τελοσπάντων – αλλά. Αλλά… «Δεν μπορώ να με δω εμένα φοιτήτρια εκεί, μαμά, δεν μπορώ να με φανταστώ». Το συζητήσαμε, το ξανασυζητήσαμε, αλλά τίποτα. Πρώτη τσεκουριά στην «ησυχία» μου.
Η δεύτερη: «Πρέπει να δώσω πανελλήνιες; Γιατί; Αφού δεν είμαι σίγουρη τι θέλω να κάνω» Ωπ. Εναγώνιες μεταμεσονύκτιες συζητήσεις με τον εαυτό μου και με τον σύντροφό μου «τι θα γίνει, τι θα κάνουμε, δεν θα πάει στο πανεπιστήμιο; Αφού για να κάνεις οτιδήποτε σήμερα χρειάζεσαι ένα πτυχίο, χωρίς τυπικά προσόντα πού θα πάει και τι θα κάνει, πώς θα μπορέσει να σταθεί στα πόδια της και να εκδιπλώσει αυτό το υπέροχο δυναμικό της;» Και το άλλο της δίλημμα (που μαθαίνω ότι δεν είναι η μοναδική που βιώνει), ποια κατεύθυνση να διαλέξει; Η μία θα της εξασφαλίσει καλούς βαθμούς, αλλά τα μαθήματα της άλλης την ενδιαφέρουν περισσότερο. Να στοχεύσει στα νούμερα (τους βαθμούς) ή στην ουσία (το τρέχον ενδιαφέρον της); Θα ήμουν πανευτυχής εάν δεν ζητούσε τη γνώμη μου, αλήθεια. Εάν αποφάσιζε ολομόναχη για την τύχη της. Αλλά εκτιμά τη γνώμη μου, τη ζήτησε, και όφειλα να της τη δώσω.
Εχω δεσμευτεί στον εαυτό μου ότι θα είμαι ειλικρινής στα παιδιά μου, ακόμα κι αν δεν έχω τις απαντήσεις. Βασανίστηκα πολύ από την ανησυχία μου, και βασανίζομαι ακόμα. Δεν βγαίνεις από το σύστημα ελαφρά τη καρδία. Της είπα, λοιπόν, τις σκέψεις και τις ανησυχίες μου σχετικά με το πτυχίο και το πανεπιστήμιο, ότι αυτός είναι ο δρόμος που έχω περπατήσει εγώ και ξέρω… Από την άλλη, βέβαια, δεν μπορώ παρά να σεβαστώ τις επιθυμίες της – δική της είναι η ζωή για να τη ζήσει όπως εκείνη θέλει… Εκεί θυμήθηκα το πάθος. Και της είπα ότι προτιμώ να κάνει κάτι που την ενδιαφέρει, προτιμώ να διαβάζει πράγματα που την ενδιαφέρουν (όσον αφορά στο σχολείο) παρά πράγματα που θα της αποφέρουν βαθμούς. Χίλιες φορές το ενδιαφέρον παρά τα νούμερα, της είπα. Εξάλλου με τα νούμερα δεν τα πήγε ποτέ πολύ καλά: ο Προκρούστης που λέγεται εξετάσεις και βαθμολογία πάντα την κόβει απρόσμενα πολύ για την προσπάθεια που καταβάλει (ο δικός της τύπος νοημοσύνης προφανώς δεν έχει θέση στο ελληνικό σχολείο).
Κατά καιρούς μελετώ άλλα συστήματα εκπαίδευσης, όπως το Μοντεσσοριανό και το σύστημα Βάλντορφ-Στάινερ. Στα συστήματα αυτά δίνεται η ευκαιρία στους εφήβους να δοκιμάσουν διάφορα πράγματα (εργασία στην κοινότητα, ή σε φάρμα, πρότζεκτ που χρειάζονται εκτενή έρευνα εκτός σχολείου, σχεδιασμό επιχείρησης, ομαδικές εργασίες και πολλά άλλα, ανάλογα το σχολείο) προκειμένου να δώσουν στον έφηβο τη δυνατότητα να πατήσει στα πόδια του και να βρεί την αυτοπεποίθηση να βγεί στον κόσμο και να επιβιώσει με αξιοπρέπεια. Δεν είναι ότι τα παιδιά από αυτά τα σχολεία δεν πάνε στο πανεπιστήμιο, αλλά πηγαίνουν πολύ πιο συνειδητά, γνωρίζοντας τι θέλουν να σπουδάσουν και γιατί (έχοντας δοκιμάσει τον εαυτό τους όχι στην αποστήθιση γνώσεων αλλά στη βίωση πραγματικών συνθηκών και καταστάσεων). Τι να κάνουν οι δικοί μας οι έφηβοι, κλεισμένοι στις σχολικές και στις φροντιστηριακές τους τάξεις αποστηθίζοντας κείμενα και στερεοτυπίες; Πώς να αποφασίσουν για τη ζωή τους στα 16 όταν δεν έχουν παρωτρυνθεί (ή, έστω, αφεθεί) από το σύστημα να εξερευνήσουν τον εαυτό τους και τη ζωή;
Τα σκέφτομαι αυτά και ησυχάζω. Γιατί να περιμένω από τη 16χρονη να ξέρει τι θέλει; Με τόσα ερεθίσματα, με τόσες αντικρουόμενες προσδοκίες, σε περίοδο κρίσης όπου και οι προσπάθειές της για εύρεση καλοκαιρινής εργασίας απέβησαν άκαρπες («θέλω να έχω εμπειρίες και δεν μπορώ!») στην περίοδο που αποτελεί την καρδιά της εφηβείας, πόσο εύκολο είναι να βρεί μέσα της τι θέλει; Το πανεπιστήμιο είναι μία περίοδος χάριτος (για τον γονέα κυρίως) που ένας νέος θεωρείται ότι «έχει βρεί το δρόμο του». Αν σκεφτώ τη δική μου ζωή, βέβαια, αυτό κάθε άλλο παρά αλήθεια ήταν! Παρά το γεγονός ότι δεν μετανοιώνω που πήγα στο πανεπιστήμιο, και παρά το γεγονός ότι αυτό που σπούδασα μου ήταν ευχάριστο, οι πανεπιστημιακές μου σπουδές δεν με βοήθησαν να «βρώ το δρόμο μου» στη ζωή. Ισως εξαιτίας τους, μάλιστα, να άργησα τόσο να κάνω αυτό που νιώθω ότι είμαι πλασμένη να κάνω (και που ακόμα ανακαλύπτω). Εχω φίλες καθόλα καταξιωμένες στο λειτούργημά τους που ουδέποτε έδωσαν πανελλήνιες, ουδέποτε φοίτησαν σε πανεπιστήμιο, αλλά ζουν μια ζωή πλήρη, δημιουργική, γεμάτη χαρά και περιπέτεια. Που βρήκαν «τι ήθελαν» σταδιακά, ζώντας, εργαζόμενες σε διάφορα πεδία μέχρι που βρήκαν αυτό το ιδιαίτερο δικό τους πεδίο όπου μπορούν να δημιουργούν. Γιατί άλλο παράγω κι άλλο δημιουργώ, όπως φαίνεται!
Με τέτοιες και με τέτοιες κουβέντες (που μου φαίνεται θα γίνονται συχνά μέσα στο σπίτι μας από δω και πέρα) προβληματίζομαι αλλά και στηρίζομαι σαν μαμά. Ισως απλά το μόνο ζητούμενο από μένα είναι να δίνω αγάπη χωρίς όρους και να εμπιστεύομαι τη διαδικασία…
Γι αυτό λοιπόν αποφάσισα να απαλλάξω την κορούλα μου από το άγχος του να πρέπει να διαλέξει σπουδές και καριέρα από τώρα. Και τελειώνοντας το λύκειο, ποιός ξέρει τι θα προκύψει - γιατί χρόνος χαμένος δεν υπάρχει! Ασε που συχνά το άγχος "μη χάσουμε το χρόνο" μας κάνει να χάνουμε μια ολόκληρη ζωή.

ιδέες που μου άρεσαν για την εκπαίδευση στην εφηβεία http://www.examiner.com/article/a-montessori-education-for-high-school-years

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Εγκώμιο του βιβλίου


Ναι, είμαστε διαβαστερή οικογένεια (όσοι διαβάζετε αυτό το μπλογκ το ξέρετε ήδη, φυσικά). Στοιβάζονται τα βιβλία μας στο σπίτι, και ποτέ δεν έχουμε αρκετά, ούτε χώρο να τα βάλουμε. Συχνάζουμε σε παζάρια, χαριστικά ή φιλανθρωπικά, βιβλιοθήκες, ράφια φίλων, σάιτ με δωρεάν βιβλία που κατεβάζουμε, αλληλοδανείζουμε και αλληλοδανειζόμαστε... Τα βιβλιοπωλεία έγιναν πλέον τόποι μεγάλου πειρασμού.


Γράφω επειδή διαβάζω, το ίδιο κι όλοι μας. Αυτή είναι μόνο μία από τις επιδράσεις του γραπτού λόγου. 


Είναι μεγάλη απόλαυση να μπορείς να ζεις ταξίδια και περιπέτειες καθισμένη στην αγαπημένη σου πολυθρόνα, σε μια αιώρα στο δάσος, στην παραλία την ώρα που οι άλλοι πίνουν φραπέδες και παίζουν ρακέτες, στο κρεββάτι πριν κοιμηθείς, στο κρεββάτι πριν σηκωθείς το πρωί, στη βαρετή διαδρομή του λεωφορείου, στην αίθουσα αναμονής του γιατρού, στο κρεββάτι με φακό κάτω από τα σκεπάσματα (μη σε δει καμιά μαμά και σου πει τα κλασσικά τι ώρα είναι, πώς θα σηκωθείς αύριο το πρωί, κτλ κτλ), στην τουαλέτα, μέσα στο τρένο, στο αεροπλάνο, στο καράβι (κατάστρωμα, με πλώρη για νησί), στο καφενεδάκι των διακοπών, πίνοντας τον απογευματινό σου καφέ μόνη στη βεράντα, ή το πρωινό τσάι στην κουζίνα...


 Κι ας νιώθεις καμιά φορά χαμένη σ' ένα πλήθος που δεν σε καταλαβαίνει, που τρελλαίνεται γύρω σου και σε θεωρεί ονειροπαρμένη, εκτός τόπου και χρόνου, παράξενη... Ολα λίγο-πολύ αληθεύουν, φυσικά. Αλλά δεν δίνουν αρνητικό πρόσημο στην προσωπικότητα.



Είναι πράγματι παράξενο το συναίσθημα να βρίσκεσαι πάνω στην πλάτη ενός ελέφαντα στην Ινδία τον προπερασμένο αιώνα, ταξιδεύοντας με τον Φίνεας Φόγκ και μια Ινδή πριγκίπισσα, και να ακούς "επόμενη στάση: Ευαγγελισμός". Η να βρίσκεσαι πλάι στον Γκάνταλφ που πολεμάει το Μπάλρογκ για να μπορέσουν οι σύντροφοί του να βγούν σώοι από το τούνελ πάνω στα χιονισμένα βουνά της Μέσης Γης, και να κοιτάς πλάι σου το μποτιλιάρισμα της λεωφόρου Κηφισίας. Σηκώνεις το κεφάλι και μεσολαβούν κάποια λεπτά για να ξαναβρείς "την πραγματικότητα" - είναι λιγάκι σαν jet lag, σαν την αλλαγή ωραρίου στις υπερατλαντικές πτήσεις, που η μέρα σου είναι νύχτα τους και τούμπαλιν. Και ζεις πολλές ζωές μέσα σε λίγες ώρες.


Τα παιδιά μου έχουν αλλάξει πολλά αναγνωστικά γούστα. Περιμένω πώς και τι να διαβάσουν και τα δικά μου αγαπημένα βιβλία, αλλά προς το παρόν απαξιώνουν τα γούστα της μαμάς (είναι η μαμά, ανήκει σε άλλη γενιά, πωπω τι διαβάζανε τα καημένα στην εποχή της, όλο κάτι βαρετά διαβάζει και ενθουσιάζεται, κτλ). Μάταια έβγαζα κάποτε λογύδρια περί "καλής λογοτεχνίας", στο βρόντο. Οπως και με τη μουσική. Αλλά πού θα πάει! (Τουλάχιστον χαίρομαι να διαβάζω αυτά που γράφουν για το σχολείο ή αλλού - όταν, φυσικά, μου επιτρέπουν να τα διαβάζω!)



Η περιέργεια και η δίψα για γνώση (και η ικανότητα μάθησης) μέσα  στο μυαλό μου ταυτίζονται με την ψυχική υγεία. Μου φαίνεται τρελλό να κλείνουν οι δημόσιες βιβλιοθήκες, εγκληματικό. Οι ιδέες υπάρχουν για να ανταλάσσονται, να διερευνώνται, να αναπτύσσονται, να εμπνέουν, να προβληματίζουν, να ανακουφίζουν, να χαροποιούν, να τρέφουν, να διδάσκουν, να θεραπεύουν, να ανοίγουν παράθυρα μέσα στα παράθυρα και πόρτες μέσα σε πόρτες μέσα μας. Το ίδιο και οι λέξεις, το ίδιο και οι ιστορίες. Ειδικά οι ιστορίες!



Ολοι οι μεγάλοι σοφοί όλων των παραδόσεων δίδασκαν με ιστορίες. Ιστορίες που πέρασαν από αυτί σε αυτί και από γενιά σε γενιά, και κάποτε γράφτηκαν. Σήμερα μπορούμε να διδασκόμαστε από τις ιστορίες των Ινδιάνων, των γηγενών της ερήμου Καλαχάρι, τις ιστορίες των Σούφι, τα παραμύθια των αδελφών Γκρίμμ, τις παραβολές του Χριστού, να επιλέξουμε τι μας πηγαίνει, τι μας "μιλάει", και να το μοιραστούμε με τους φίλους, τα παιδιά, τους γονείς ή τους μαθητές μας. Μπορούμε, γιατί οι ιστορίες καταγράφτηκαν, ενίοτε εικονογραφήθηκαν κιόλας, και φυσικά ερμηνεύτηκαν από πλείστους όσους (και από μας τους ίδιους). Βιβλία που μιλούν για άλλα βιβλία που μιλούν για άλλα βιβλία σε έναν αέναο διάλογο, δανεισμό, αντιπαράθεση, που σε βάζουν να ψάξεις και να διαβάσεις κι άλλα, κι άλλα... Βιβλία που σε κάνουν να νιώθεις πλούσια με το που ολοκληρώνεις και την τελευταία σελίδα. Βιβλία που σε κάνουν να νιώθεις σοφή ή κουτσομπόλα. Βιβλία που σε κάνουν να ξανακοιτάξεις γύρω σου, γιατί σου άλλαξαν τα μάτια.


Οραματίζομαι έναν κόσμο που το διάβασμα να είναι χαρά και δικαίωμα (όχι αγγαρεία ή πολυτέλεια), έναν κόσμο γεμάτο βιβλιοθήκες, έναν κόσμο γεμάτο συγγραφείς και αναγνώστες. "Η πένα είναι δυνατότερη από το σπαθί", λένε οι αγγλοσάξωνες ("the pen is mightier than the sword"). Το βιβλίο το χαίρονται όλες οι αισθήσεις: το διαβάζεις, το αγγίζεις, το κοιτάζεις, το μυρίζεις, μιλάς κι ακούς γι αυτό, το ακούς να στο διαβάζουν, κάποιοι το γεύονται κιόλας (με ολέθριες συνέπειες, όπως ο Χόρχε στο Ονομα του Ρόδου!!!). Είναι πολυαισθητηριακή εμπειρία, που δύναται να εξελιχθεί και σε μικρό ή μεγάλο έρωτα... Γι αυτό ανοίγει η καρδιά μου όταν βλέπω φωτογραφίες σαν τις παρακάτω.




Πρόσφατα έμαθα οτι στη Βουλγαρία μετέτρεψαν κάτι παλιά εκτός κυκλοφορίας λεωφορεία σε δημόσιες βιβλιοθήκες (τα ανακύκλωσαν!) Και ιδού.


Οι δικές μας βιβλιοθήκες πάνε να κλείσουν, στο όνομα της εξοικονόμησης χρημάτων, λέει. Αδιανόητο μου φαίνεται. Πόσο φτωχοί να γίνουμε, πια;
"Οποιο και να είναι το κόστος των βιβλιοθηκών μας, το τίμημα είναι ευτελές μπροστά σ' αυτό ενός έθνους που ζει μέσα στην άγνοια".

Πέμπτη 18 Ιουλίου 2013

Σκόρπιες σκέψεις καλοκαιρινού μεσημεριού

Καλοκαιράκι, και η ζωή κυλάει απλά (summertime, and the living is easy που λέει και το τραγούδι). Γονείς και παιδιά απαλλαγμένοι από την καθημερινότητα του σχολείου, πρωινά ξυπνήματα, μαθήματα, εξωσχολικά, μέσα σε μια ραστώνη διακοπών, χαλαρής κοινωνικότητας, γενικού ρεμπελιού.

Παρατηρώ τον περίγυρο: οι γονείς που ακόμα εργάζονται ψάχνουν απεγνωσμένα για φτηνές λύσεις «φύλαξης» των παιδιών τους: δημιουργική απασχόληση οργανωμένη από τον τοπικό δήμο, επιδοτούμενες κατασκηνώσεις, παπουδογιαγιάδες στο χωριό, ακόμα και τα ίντερνετ καφέ της γειτονιάς παίζουν σαν απασχόληση. Είναι πολλοί οι γονείς που κάνουν βάρδιες ο ένας με τον άλλον «ποιος θα κρατήσει τα παιδιά». Δεν πάνε πολλά χρόνια που βρισκόμουν κι εγώ  στην ίδια θέση! Διαβάζω στα διάφορα φόρουμ που είμαι μέλος για τη δυσκολία που ανακύπτει στους γονείς το καλοκαίρι «που έχουν να περάσουν πολλές ώρες με τα παιδιά τους», τις συγκρούσεις, την κούραση, τον θυμό που βγαίνει εκατέρωθεν σε κάθε ευκαιρία – είναι οι γονείς που ζητούν ιδέες πώς να απασχολήσουν τα παιδιά τους, τι κρυστάλλους ή ανθοϊάματα να πάρουν για να τα βγάλουν πέρα (με τα παιδιά τους), που ψάχνουν δραστηριότητες μέσα στην πόλη «για να μη βαριούνται τα παιδιά» (αλλά και οι ίδιοι). Εχω βρεθεί κι εγώ  στην ίδια θέση, ξέρω. Και σκέφτομαι την αφύσικη ζωή μας: αστοί χωρίς άλλες ασχολίες πέρα από τις κλασικές εγκεφαλικές (σινεμά, ίντερνετ, άντε λίγη λογοτεχνία, καφέδες με φίλους, καμιά καλοκαιρινή συναυλία) δραστηριότητες που χρειάζονται ελάχιστη ως καθόλου σωματική κίνηση. Αυτή είναι η ζωή  στην πόλη, που μάθαμε να μας αρέσει.


Πριν λίγες εβδομάδες, παρατηρούσα μία οικογένεια αλλοδαπών, που ήρθε σ’ ένα ορεινό χωριό της Αχαϊας να παρακολουθήσει ένα σεμινάριο αειφόρου καλλιέργειας (περμακουλτούρας) μαζί με το 6χρονο κοριτσάκι τους. Εμεναν σε μία μικρή σκηνή, δεν είχαν φέρει άλλα παιχνίδια πέρα από το αρκουδάκι της μικρής. Οι Ελληνες του σεμιναρίου εντυπωσιαστήκαμε – το κοριτσάκι «δεν ακούστηκε» όλο το 10ήμερο: κυκλοφορούσε μόνο του και άνετο ανάμεσα στα ζώα του κτήματος, συνάπτοντας σχέσεις εγγύτητας μαζί τους, η οικογένεια λειτουργούσε αρμονικά με τους δύο γονείς να εναλλάσσονται στη φροντίδα και στο χρόνο τους μαζί της, πότε-πότε συμμετείχε στα τεκταινόμενα της ομάδας μαζί τους. Ούτε φόβος, ούτε βαρεμάρα, ούτε θυμός, ούτε διδακτισμός, ούτε άγχος – μόνο υπομονή, τρυφερότητα, δημιουργία σχέσεων, περιέργεια, παιχνίδι με πλάσματα της πραγματικής ζωής.


Και βέβαια, μέσα στις μέρες αυτές, σκέφτομαι το σχολείο και τους λειτουργούς του. Το σύστημα που αποστελεχώνεται, το σύστημα που καταρρέει, το σύστημα που μας ταλαιπωρεί. Η παιδεία είναι υπό διωγμό, κάποιοι θα πούν και ανύπαρκτη: η εκπαιδευτική ύλη (το αναλυτικό πρόγραμμα) επιλέγεται για μαζική κατανάλωση, και όχι με βάση τις ανάγκες του κάθε νέου ανθρώπου για αξιοποίηση των ταλέντων,  των κλίσεων και του  δυναμικού του. Οι εκπαιδευτές, καλοπροαίρετοι (στις περισσότερες των περιπτώσεων), κουρασμένοι, ανασφαλείς, θυμωμένοι ή αδιάφοροι, έχουν (στις περισσότερες, πάλι, των περιπτώσεων) ελλιπή εκπαίδευση και αμνησία ως προς το πώς είναι να είσαι παιδάκι, προέφηβος ή έφηβος, υπηρετούν ένα σύστημα που θέλει τα παιδιά «ήσυχα, υπάκουα, και καλούς απομνημονευτές». 


Τα σχολεία ως κτίρια, πάλι, είναι τετράγωνα κτίρια με πίνακες (διαδραστικούς, πράσινους ή μαύρους – δεν έχει σημασία) καρέκλες και θρανία, άντε και κανα γυμναστήριο, άντε και κανα προαύλιο με 2-3 κακοποιημένους θάμνους. Κάποια κτίρια βάφονται με ωραία χρώματα, επενδύονται και με ωραίες εικόνες, αλλά εάν εξαιρέσουμε τις κάποιες κλειδωμένες πόρτες, και τα «σωφρονιστικά καταστήματα» της χώρας μας έτσι κάπως είναι. 

Για να είμαστε δίκαιοι στην επιλογή μας θα κάνουμε ένα τεστ: όλοι σκαρφαλώστε επάνω στο δέντρο!
"Ολοι μας είμαστε μεγαλοφυίες. Αλλά αν κρίνουμε ένα ψάρι από την ικανότητά του να σκαρφαλώνει  στα δέντρα, θα περάσει την υπόλοιπη ζωή του πιστεύοντας οτι είναι χαζό" Α. Αϊνστάιν

Η νοοτροπία (στη συντριπτική πλειοψηφία των σχολείων) είναι διαχωριστική: «εμείς και αυτοί», τόσο από την πλευρά των εκπαιδευτών όσο και από την πλευρά των εκπαιδευόμενων, και εξουσιαστική: οι εκπαιδευόμενοι έχουν σαφώς λιγότερα δικαιώματα από τους εκπαιδευτές, ακολουθούν κανόνες στους οποίους ουδέποτε συναίνεσαν, και θεωρούνται ‘μικροί’ με ότι αυτό συνεπάγεται… Η διαχωριστική και εξουσιαστική νοοτροπία διαπερνά τους πάντες, και χωρίζει τα παιδιά σε καλά και κακά, καλούς και κακούς μαθητές, έξυπνους και μπουμπούνες, προβληματικούς και χαρισματικούς, μεγάλους και μικρούς, πλούσιους και φτωχούς, ντόπιους και αλλοδαπούς – και αντί η διαφορετικότητα να γίνεται ευκαιρία για αξιοποίηση δυναμικού, γίνεται ευκαιρία για τιμωρία, καταστολή, και αποβολή από το σύστημα όσων δεν χωράνε στο περίφημο κρεββάτι του Προκρούστη… Χμ. Μας αρέσει αυτό; Προάγει τη συνεργασία, την ειρήνη, τη μάθηση, τη γνώση; Γιατί συναινούμε όλοι να συμμετέχουμε σε αυτό;


Και συνεχίζω να αναρωτιέμαι: τι θέλουμε τελικά σαν άνθρωποι; Πώς θέλουμε να ζούμε; τι θέλουμε για τα παιδιά μας; Στο πρώτο πληθυντικό έφτασα μέσα από το πρώτο ενικό (τι θέλω εγώ από τη ζωή, πώς θέλω να ζω, τι θέλω για τα παιδιά μου). Πιλατεύοντάς το μέσα στο μυαλό μου, πηγαίνοντάς το όλο και παραπέρα στον ελάχιστο κοινό παρονομαστή, φτάνω στο εξής. Ολοι θέλουμε να είμαστε ευτυχισμένοι, όλοι επιδιώκουμε να έχουμε αφθονία (αγαθών, ωραίων στιγμών, γνώσης, ερεθισμάτων για περαιτέρω εξέλιξη, αγάπης και αποδοχής), όλοι θέλουμε να κάνουμε πράγματα ωραία, ευχάριστα, δημιουργικά που να μας γεμίζουν, όλοι θέλουμε να είμαστε με κάποιον τρόπο χρήσιμοι μέσα στην κοινότητά μας ή στον κόσμο, όλοι θέλουμε να έχουμε αρμονικές αγαπητικές σχέσεις με τους γύρω μας... Ισως να κρίνω εξ ιδίων τα αλλότρια (όπως συχνά μου λένε), αλλά εγώ αυτά ακούω χρόνια τώρα από τους πιο διαφορετικούς ανθρώπους που συναντώ.

Τα παλιά καλά χρόνια λεγόταν ονειροπόληση, σήμερα το λένε σύνδρομο ελλειματικής προσοχής

 Τι είναι αυτό που μας κάνει να συντηρούμε ακόμα ένα σύστημα που δεν μας βοηθά να είμαστε ευτυχισμένοι, που μας αποτρέπει από το να εκδιπλώσουμε το εσωτερικό μας δυναμικό και τα ιδιαίτερά μας χαρίσματα; (Είμαι πεποισμένη οτι όλοι οι άνθρωποι γεννιούνται με χαρίσματα και ταλέντα, αλλά δεν αναγνωρίζονται από γονείς και σύστημα και  θάβονται άδοξα...) Τι είναι αυτό που μας κάνει να συμμορφωνόμαστε "προς τας υποδείξεις" ενός συστήματος που μας ευνουχίζει και μας ασκεί έλεγχο σε κάθε μας σκέψη ή δραστηριότητα που δεν ταιριάζει με τις δικές του παραμέτρους; Μήπως ήρθε η ώρα να το ξανασκεφτούμε; Μήπως ήρθε η ώρα να το αλλάξουμε;

Εάν ήμουν προορισμένη να μου ασκούν έλεγχο, θα  γεννιόμουν με οδηγίες χρήσεως και τηλεκοντρόλ.








Πέμπτη 16 Μαΐου 2013

Σκέψεις για μια απεργία που δεν έγινε


Όταν ήμουνα μικρή λάτρευα τις απεργίες των καθηγητών. Αφενός έχανα μάθημα, αφετέρου σκεφτόμουν ότι οι καθηγητές μου ξεκουράζονται, μια που στην κούραση απέδιδα τη βαρεμάρα, τις κακίες και τις ανεπάρκειές τους. Και πάντα ευχόμουν να κάνουν καμιά  απεργία μέσα  στις εξετάσεις, γιατί μου φαινόταν πως  οι εξετάσεις έρχονται πάντα πιο νωρίς από ότι πρέπει, και πως «αν είχα κι άλλο χρόνο σίγουρα θα έγραφα καλύτερα» (προφάσεις εν αμαρτίαιας, βέβαια, βαριόμουν τόσο το διάβασμα για τις εξετάσεις που ο οργανισμός μου αντιδρούσε με βαριά υπνηλία, και κατέληγα να διαβάζω ελάχιστα).
Κάποτε έγινα και εγώ εκπαιδευτικός. Αγαπώ τους εφήβους, γιατί είναι μια φάση ζωής στο μεταίχμιο, στην κόψη του ξυραφιού, όπου όλα είναι  υπό διαπραγμάτευση: αξίες, σχέδια, δεδομένα, τα πάντα. Είναι η επανάσταση προ των πυλών, με όλη την αμφιβολία, το φόβο, την ορμή, την αισιοδοξία και την απαισιοδοξία, το όραμα, τις υπαναχωρήσεις, τη βία και την τρυφερότητα, την ανιδιοτέλεια και τον εγωισμό. Είναι η εποχή  της ζωής μας που χτίζονται τα οράματα, και που μέσα μας υπάρχει δυνατή ακόμα η φυσική τάξη των πραγμάτων: η αίσθηση της δικαιοσύνης, της ομορφιάς και της αλήθειας.
Οι απεργίες, για μένα, (πέραν της αναγκαιότητας για διάφορες διεκδικήσεις) ήτανε ώρες ανάπαυλας και περισυλλογής – προτιμούσα να δουλεύω εντονότερα και λιγότερο, και ενθάρρυνα και τους μαθητές μου να κάνουν το ίδιο: να διαβάζουν λιγότερες ώρες με μεγαλύτερη συγκέντρωση και αφοσίωση σ’ αυτό που διαβάζουν. Η ανάπαυλα χρησίμευε στην περισυλλογή: ήτανε οι μέρες και οι ώρες που σκεφτόμουν καθαρότερα για τη δουλειά μου, για τις αξίες που υπηρετώ ή δεν υπηρετώ μέσω αυτής, για την εκπαίδευση και την παιδεία γενικότερα και για το εκπαιδευτικό σύστημα ειδικότερα… Σπάνια πήγαινα στις πορείες, μια που δεν άντεχα τον πολύ  θόρυβο και τα συνθήματα (στην εποχή  μου τα δακρυγόνα έπεφταν πολύ σπάνια). Μετά από μια απεργία φορτσάραμε στο μάθημα, και εφευρίσκαμε δημιουργικούς τρόπους να «βγάλουμε την ύλη», ή  να την διαπραγματευτούμε μεταξύ μας σχετικά με το «τι θα πέσει στο διαγώνισμα». Όλα  αυτά, φυσικά, χωρίς τη δαμόκλειο σπάθη των πανελλαδικών επάνω από τα κεφάλια μας.
Εχοντας ζήσει την εκπαίδευση «από μέσα» δεν τρέφω  αυταπάτες για τους λειτουργούς της. Είναι άνθρωποι, κατ’ αρχήν, με τις αρετές και τα κουσούρια τους, και όπως σε όλα τα επαγγέλματα υπάρχουν «καλοί και κακοί» (δεν μου αρέσει η υπεραπλούστευση, αλλά το διακύβευμα σήμερα δεν είναι αυτό). Το σίγουρο είναι ότι είναι πολύτιμοι. Σ’ αυτούς εμπιστευόμαστε το μέλλον της κοινωνίας μας. Χτίζουν προσωπικότητες ανθρώπων, δίνουν παραδείγματα. Με άλλα λόγια, πρέπει να τους προσέχουμε – να τους εκπαιδεύουμε σωστά, να τους πληρώνουμε καλά, να εξασφαλίζουμε την ξεκούρασή τους, να εξασφαλίζουμε την διαρκή επιμόρφωσή τους, να τους δίνουμε τα μέσα εκείνα που χρειάζονται για να φροντίζουν τις ψυχές των παιδιών μας και την μετάδοση της γνώσης. Οφείλουμε, σαν κοινωνία, να τους έχουμε «στα ώπα-ώπα», γιατί γίνονται οι μέντορες και η έμπνευση των δικών μας παιδιών. Θέλουμε - δε θέλουμε, έτσι είναι. Τα παιδιά μας κοιτούν τους δασκάλους τους στα μάτια – άρα τα μάτια των δασκάλων οφείλουν να εκπέμπουν καθαρότητα, αγάπη, ενθουσιασμό, εάν δεν θέλουμε μία γενιά κατεθλιμένων και υποταγμένων πολιτών…
Και ερχόμαστε  στο σήμερα. Περίοδος «κρίσης», με άλλα λόγια περίοδος όπου όλα είναι υπό κρίση (αξιολόγηση, επανεκτίμηση), όλα μπαίνουν στο τραπέζι, ή κάτω από το μικροσκόπιο, όλα είναι υπό αίρεση. Το πολίτευμα, οι σχέσεις κράτους-πολίτη, οι σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους, το χρήμα, η εργασία, η έννοια της επιτυχίας, τα μέχρι τώρα συστήματα οικονομίας και εκπαίδευσης, η έννοια της υγείας και της ίασης όπως έχει μέχρι σήμερα διαμορφωθεί, οι νόμοι, η έννοια του κέρδους, η σχέση μας με τη φύση, η έννοια του δικαίου και του δικαιώματος, οι μέχρι σήμερα κυριαρχούσες αξίες, τα θρησκευτικά δόγματα, η έννοια της ιεραρχίας, η κυριαρχούσα αντίληψη ότι οι κυβερνώντες δρουν με γνώμονα «το καλό του τόπου»… Θα μπορούσα να γράφω μέχρι αύριο! Είναι μία περίοδος ριζικής αναθεώρησης των πάντων, που αναγκαστικά θα οδηγήσει σε μια αναγέννηση – όση ανασφάλεια και να μας δημιουργεί αυτό.
Ερχεται λοιπόν η «κυβέρνηση» και φτιάχνει νόμους οι οποίοι καταστρατηγούν κάθε έννοια καλού, δικαίου, ηθικού, ή ωραίου – νόμους που αναγκάζουν τους πολίτες να επαιτούν ή να εξαπατούν, προκειμένου να εξασφαλίσει τι; Χρήματα! (Προφανώς έχει έρθει η ώρα να δείξει το παρόν σύστημα το αληθινό του πρόσωπο, για να το δούμε καθαρά και να αποφασίσουμε εάν το θέλουμε, εάν μας ταιριάζει, εάν θα επιλέξουμε να το κρατήσουμε) Αφού λοιπόν «νομοθέτησε» για διάφορες κατηγορίες πολιτών, ήρθε και η ώρα των εκπαιδευτικών. Εκβιαστικά, η εν λόγω κυβέρνηση φέρνει το νόμο στο προσκήνιο λίγες μέρες πριν τη μεγάλη δοκιμασία μαθητών και εκπαιδευτικών, τις εισαγωγικές εξετάσεις («για να δούμε τώρα, ποιος θα τολμήσει να απεργήσει;») Και για να είναι σίγουρη ότι κανείς δεν θα σηκώσει κεφάλι, καλού-κακού, ρίχνει και μια επιστράτευση και μια επίταξη από πάνω. Ετσι, για να βλέπουμε ξεκάθαρα τη φύση της εξουσίας, να μην μας μείνει καμία αυταπάτη (για το καλό μας γίνονται όλα, φυσικά, για τη δική μας αφύπνιση!) Μεγάλα μαθήματα ζωής, από αυτά που μας ξαναβάζουν πάλι στα θρανία, μικρούς και μεγάλους.
Πριν σπεύσουμε, λοιπόν, ως γονείς, να καταδικάσουμε τον εκβιασμό που φαίνεται να κάνουν οι εκπαιδευτικοί αποφασίζοντας απεργία πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, ας σκεφτούμε αν έχουν άλλη επιλογή. Ας σκεφτούμε εάν είναι προτιμότερο να ακολουθούμε τους νόμους του κράτους ή τους νόμους της  συνείδησης. Ο Γκάντι μίλησε για ανυπακοή στους άδικους νόμους, γιατί προέχουν οι «ανώτεροι νόμοι» - είπε, μάλιστα, ότι δουλεία θα υπάρχει όσο υπάρχει η ψευδαίσθηση ότι πρέπει να υπακούμε σε άδικους νόμους (επειδή είναι νόμοι). Ας σκεφτούμε εάν είναι προτιμότερο τα παιδιά μας να διδάσκονται και να εξετάζονται από επιστρατευμένους (δηλαδή ανελεύθερους, σκλάβους). Ας σκεφτούμε σε τι ακριβώς αποσκοπούν οι εξετάσεις αυτές, και εάν το αντίτιμο που πληρώνουν τα παιδιά (σε κούραση, υπερένταση, χάσιμο δημιουργικού χρόνου, στρες, αφύσικο τρόπο λειτουργίας του εγκεφάλου τους) αξίζει το αποτέλεσμα. Τα αποτελέσματα των εισαγωγικών εξετάσεων είναι πολλαπλά, και μόνο ένα εκ των οποίων είναι η εισαγωγή στην λεγόμενη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Η οποία πάσχει, κι αυτή, από τη ληστρική διάθεση των κυβερνώντων (στα πανεπιστήμια πρόσφατα κόπηκαν τα επιδόματα βιβλιοθήκης, έρευνας, και οι συνδρομές σε διεθνή περιοδικά μέσω των οποίων προάγεται η ενημέρωση για την έρευνα διεθνώς). Ας σκεφτούμε, πολύ πεζά, εάν οι καθηγητές έχουν άλλη επιλογή τη δεδομένη στιγμή…
Τα μαθήματα που παίρνουν τα παιδιά μας από τους δασκάλους και τους καθηγητές τους δεν περιορίζονται στα τυπικά μαθήματα του ωρολογίου προγράμματος. Καμιά φορά σκέφτομαι ότι τα μαθηματικά, τα αρχαία, και η φυσική είναι δευτερεύοντα μπροστά στα άλλα μαθήματα: αυτά της αξιοπρέπειας, της ακεραιότητας, της δημιουργικότητας, της αγωνιστικότητας, της αλληλεγγύης. Θέλουν – δε θέλουν, οι εκπαιδευτικοί διδάσκουν στα παιδιά τη δική τους εκδοχή για την ακεραιότητα, την αξιοπρέπεια, και τη δικαιοσύνη κι ας νομίζουν πως μπαίνουν μέσα στην τάξη για να διδάξουν ιστορία, θρησκευτικά, ή χημεία. Το μάθημα που παίρνουν από μια απεργία, είναι η αγωνιστικότητα και η αξιοπρέπεια. Το μάθημα που παίρνουν από μία παθητική αποδοχή του πεπρωμένου, είναι η παραίτηση. Το μάθημα που παίρνουν από την υπακοή σε άδικους νόμους είναι η δουλοπρέπεια. Το μάθημα που παίρνουν από την πολιτική ανυπακοή είναι η ανάληψη ευθύνης. Το μάθημα που θα μπορούσαν να πάρουν υποστηρίζοντας τον αγώνα των καθηγητών τους είναι η αλληλεγγύη. Αυτά είναι τα μαθήματα που χτίζουν ηθικές προσωπικότητες, τελικά. Το αν θα πάνε φέτος ή του χρόνου στο πανεπιστήμιο δεν είναι τόσο σημαντικό μέσα από μια ευρύτερη οπτική των πραγμάτων. Η κοινωνία μας έχει μπουχτίσει άνευρους, στενοκέφαλους και αήθεις «επιστήμονες», και έχει ανάγκη ανθρώπους με πάθος, αγάπη για τη γνώση, δημιουργικότητα, αλληλεγγύη, και ακεραιότητα.
Εάν τα παιδιά μας ενημερώνονταν σωστά (για όλες τις παραμέτρους των διεκδικήσεων των εκπαιδευτικών τους), πιθανόν να μην είχαν κανέναν ενδοιασμό για την στήριξη των καθηγητών τους στην απεργία τους, κι ας τους κόστιζε ένα καλοκαίρι (ακόμα και ένα χρόνο) καθυστέρησης στην εκπλήρωση των προσδοκιών τους. Η αλληλεγγύη είναι μέσα στη φύση των ανθρώπων, και η υπομονή από τα πολυτιμότερα μαθήματα που έχει να πάρει ένας άνθρωπος  στη ζωή του.

Τρίτη 9 Απριλίου 2013

Αγριες μάνες

Με τις γέννες των γάτων στο σπίτι μας είμαστε εξοικειωμένοι. Κάθε νέα γέννα, όμως, γίνεται αφορμή να συγκινηθούμε, να νιώσουμε γλυκά και προστατευτικά, μας δίνεται η ευκαιρία να κάτσουμε λίγο κοντά στη νέα μαμά και τα γατάκια της έτσι, χωρίς λόγια. Και να εκφράσουμε την αγάπη μας χωρίς δώρα, χωρίς τυμπανοκρουσίες ή πολυπραγμοσύνες: έτσι όπως την καταλαβαίνουν τα παιδιά και τα ζωάκια. Μ' ένα απαλό χάδι, μια αγκαλιά, με την ήσυχη παρουσία μας. 
Γέννησε λοιπόν και η Ξενούλα, η νέα μικρούλα γάτα που μας υιοθέτησε από το καλοκαίρι, επάνω στο κρεββάτι της μεγάλης κόρης, μια ώρα που δεν είμαστε εδώ. Παρά την τεράστια κοιλιά της γέννησε μόνο τρία μικρά, στην ησυχία και στην απομόνωση της πλέον απομακρυσμένης γωνιάς του σπιτιού. Μάταια έψαχνα κιβώτια, κούτες, παλιά ρούχα και γωνιές διάφορες μέσα στο σπίτι: εκείνη γέννησε εκεί που ήθελε, επάνω στο κρεββάτι ανάμεσα στο πάπλωμα και στη φλίς κουβερτούλα. 

Οι μαμάδες στη φύση γεννάνε μόνες τους, ήσυχα, σε κάποιο "μυστικό" σημείο-φωλιά μακριά από τις παρουσίες των άλλων ζώων και των ανθρώπων. Δεν κάνουν χρήση μαιευτηρίων ή μαιευτήρων, ουσιών ή μηχανών. Λειτουργούν με βάση το ένστικτο και τα φυσικά τους αντανακλαστικά. Είναι μία διαδικασία ιερή και προσωπική. 

Η Ξενούλα ήταν (και παραμένει) άγρια γάτα. Θέλει χάδια, θέλει την εγγύτητα, αλλά τα όριά της είναι ιερά κι αλοίμονο σ' αυτόν που θα πάει να τα παραβιάσει. Ανθίσταται στο νταηλίκι και στον τσαμπουκά των αρσενικών με τη σθεναρή βεβαιότητα της άγριας φύσης της. Κρατάει τη θέση της σταθερά και ασυμβίβαστα, αυτό που λέμε "δεν μασάει".

Στο διαδίκτυο κυκλοφορούν πολλές φωτογραφίες με μαμάδες-ζώα. Διάλεξα μερικές που μου άρεσαν ιδιαίτερα. 











Διάβαζα οτι οι σκίουροι δείχνουν ιδιαίτερη καλωσύνη στα μωρά του είδους τους: εάν μια φωλιά ορφανέψει, εάν δηλαδή μια σκιουρίνα παρατηρήσει οτι μια φωλιά με μικρά παραμένει χωρίς ενήλικη φροντίδα για κάποιον καιρό, πάει και υιοθετεί τα ορφανά σκιουράκια, παίρνοντάς τα στη δική της φωλιά, και τα μεγαλώνει μαζί με τα δικά της.


Η μητρότητα, φυσική ή εξ υιοθεσίας, είναι ιερό πράγμα. Η φύση το σέβεται και το τιμά, στέκει με δέος απέναντί του. Η ατμόσφαιρα γύρω από μία νέα μαμά με τα μωρά της, οποιουδήποτε είδους, αποπνέει κάτι αρχετυπικό και μυστηριακό. Κάτι που δεν μπορείς να το προσπεράσεις χωρίς να σε αγγίξει.

Προσπαθεί ενίοτε ο άνθρωπος να εκπαιδεύσει τα ζώα να φέρονται σαν τον άνθρωπο, και αποτελεί φιλοφρόνηση όταν λέμε οτι ένα ζώο καταλαβαίνει - ή κάνει - "σαν άνθρωπος". Εχω την αίσθηση οτι σε πολλούς τομείς (ειδικά σ' αυτούς που έχουν να κάνουν με  τη ζωή την αγάπη και τον θάνατο) θα έπρεπε να είναι φιλοφρόνηση για έναν άνθρωπο οτι αντιλαμβάνεται ή φέρεται "σαν ζώο". Στον πλανήτη θα επικρατούσε μάλλον περισσότερη ειρήνη (σε κάθε επίπεδο) και θα κυκλοφορούσε περισσότερη αγάπη, τρυφερότητα και αλληλεγγύη.