Πέμπτη 10 Μαρτίου 2011

Μια μέρα χωρίς ρεύμα

Όπως έγραφα σε προηγούμενη ανάρτηση, δεν έγινε ακόμα η καταιγίδα που θα αφήσει ανέπαφο το ηλεκτρικό μας!

Βράδυ Καθαράς Δευτέρας προς Τρίτη ο άνεμος άρχισε να λυσσομανάει από νωρίς. Η κακοκαιρία που προβλεπόταν. Στα κρεββάτια μας από νωρίς, μια που την επομένη είχε βάρβαρο πρωινό ξύπνημα, οι μεγάλοι δεν κλείσαμε μάτι. Σφύριζε άγρια ο αέρας, έτριζε, ακούγονταν παράξενοι τρομακτικοί κρότοι, κι ευχόμουν τα παιδιά να κοιμούνται για να μην τρομάζουν. Σκληρή παγωμένη βροχή που εναλλασσόταν με χιόνι, κι αέρας, αέρας βίαιος, καταιγιστικός. Αυτό είναι καταιγίδα, σκεφτόμουν. Είχαμε δει στο δελτίο καιρού ότι θα χιόνιζε, ότι θα το ‘στρωνε, και τα παιδιά περίμεναν με αγωνία, αλλά πριν κοιμηθούν τα πράγματα ήταν απογοητευτικά εξαιτίας της βροχής… Χιονίζει, χιονίζει, έλεγαν πού και πού, κοιτώντας νιφάδες και σταγόνες ανάκατα στα φώτα του δρόμου. Εμένα δεν μου αρέσει έτσι, είπε ο καλικάντζαρος – εμένα μου αρέσει όταν χορεύουν οι νιφάδες! Οι γάτες μας ζήτησαν να βγούν έξω. Με βαριά καρδιά τις αφήσαμε.

Ο ύπνος ήταν αγχώδης. Οι βραδινές καταιγίδες με κάνουν και σκέφτομαι τους άστεγους, τους μοναχικούς διαβάτες, τα αδέσποτα, τους χωρίς θέρμανση, τους φυλακισμένους, τα μπουμπούκια ή τους καρπούς (ανάλογα την εποχή) που καταστρέφονται… Σκέφτομαι τα δέντρα που σπάνε, τα ζώα των δασών που ψάχνουν καταφύγιο… Σκέψεις που γενικώς δεν ευνοούν τον ύπνο. Ούτε ο σύντροφός μου κοιμόταν, το κατάλαβα. Δεν ήθελα όμως να μιλήσω, μήπως και είναι μεταξύ ύπνου και ξύπνιου και του χαλάσω κι εκείνου τον ύπνο (την επομένη μου εκμυστηρεύτηκε ότι σκεφτόταν ακριβώς τα ίδια!). Είχα και ανησυχία για τις γάτες μας… Πρέπει να με είχε πάρει ο ύπνος, όταν συνειδητοποίησα ένα φως. Σηκωθήκαμε και οι δύο. Ηταν το φωτάκι έκτακτης ανάγκης που είχαμε βάλει να φορτίζει στην πρίζα μας. Επεσε το ρεύμα, και ήταν 5 το πρωί. Τα παιδιά κοιμόνταν. Βγήκαμε στη βεράντα να φωνάξουμε τις γάτες, μα τίποτα. Αγωνία για τη Χουφτίτσα και τον Μακουήν. Η θύελλα κρατούσε γερά, τα δέντρα δεν χόρευαν αλλά χαστουκίζονταν από τον άνεμο και τη βροχή. Αποφασίσαμε να μη στείλουμε τα παιδιά σχολείο, κλείσαμε τα ξυπνητήρια και τα παντζούρια, και ξαναπέσαμε.

Ένα-ένα ξύπνησαν αργότερα τα παιδιά, διερωτώμενα γιατί δεν τα ξυπνήσαμε να πάνε σχολείο. Να πω την αλήθεια, δεν ξέρω γιατί δεν τα έστειλα. Ισως λειτούργησε το προστατευτικό ένστικτο της μαμάς, που σαν τρομαγμένο ζωάκι κάθεται στη ζεστή φωλιά όταν ξεσπάει καταιγίδα στο δάσος, δεν ξέρω. Βρίσκω μέσα μου κάτι τέτοια πράγματα, κατά καιρούς, που δεν επιδέχονται λογική εξήγηση, δεν «στέκουν» με το νου και τα δεδομένα της πραγματικότητας (θα μπορούσα να τα ντύσω ζεστά και να τα πάω σχολείο σαν κάθε μέρα, και τα τρία, όπως πήγαν και οι μισοί τους συμμαθητές ας πούμε). Τέλοσπάντων!

Πρώτο μέλημα ημών των μεγάλων, να δούμε τι γίνεται με τη ΔΕΗ, πότε θα έρθει το ηλεκτρικό. Η ΔΕΗ δεν απαντούσε, κανείς στη γειτονιά δεν φαινόταν να ξέρει τίποτα. Δεύτερο μέλημα, να φτιάξουμε πρωινό. Ανάψαμε το τζάκι. Τα σπίτια στους 5 ανέμους σαν το δικό μας κρυώνουν γρήγορα! Σχεδόν σε κάθε τι που έλεγαν ή ζητούσαν τα παιδιά είχαμε να αντιτάξουμε ‘δεν έχουμε ρεύμα’. Τελικά φάγαμε τη χτεσινή λαγάνα με βούτυρο, τυρί, και μέλι, αλλά χωρίς τίποτα ζεστό. Χωρίς ίντερνετ, υπολογιστή, ή τηλέφωνο (τα κινητά μας δεν είχαν και πολλή μπαταρία, το σταθερό ήταν στην πρίζα), και με εστία θερμότητας σε ένα δωμάτιο του σπιτιού, καθίσαμε όλοι μαζί – με τα βιβλία μας, κάποια παιχνίδια, κάποιες κουβέντες. Τα δυό μικρά ήθελαν κουβέντα και ομαδικό παιχνίδι, οι τρείς μεγάλοι ήθελαν να καθίσουν ήσυχα να διαβάσουν τα βιβλία τους (οι δύο) και να ζωγραφίσει (η μία). Τα δύο μικρά δεν τα έβρισκαν μεταξύ τους, δεν είχαν την παραμικρή διάθεση να παίξουν κάτι ήσυχο μαζί (περνούν φάση σύγκρουσης). Οι μεγάλοι δυσανασχετούσαμε, θέλαμε να βυθιστούμε ο καθένας στον κόσμο του… Κάποιος θα καταπιεζόταν, δεν γινόταν αλλιώς. Η γκρίνια γκρεμίζει κάστρα (και νεύρα). Κέρδισαν οι μικροί. Στο μεταξύ είχε έρθει η ώρα για φαϊ, αλλά το ρεύμα δεν φαινόταν πουθενά, και η ΔΕΗ δεν μας έκανε τη χάρη. Το τζάκι έκαιγε διαρκώς. Αποφάσισα να πάω στο τοπικό σούπερ-μάρκετ να πάρω γκαζάκι και άλλα χρειαζούμενα, και επί τη ευκαιρία να ρωτήσω ξανά στη γειτονιά τι συμβαίνει. Μπουφάν, σκουφί, γάντια, γαλότσες, κι ο αέρας να μη σταματάει να ξυρίζει. Στο σούπερ-μάρκετ τα μισά φώτα ήταν κλειστά.

Φάγαμε κοτόπουλο ψητό του σούπερ-μάρκετ, φέτα, ελιές, τυριά και λαγάνα μπροστά στη φωτιά. Μετά το φαγητό, άλλη μία βόλτα έξω με τον καλικάντζαρο, να βρούμε κανένα γείτονα να ρωτήσουμε (η ΔΕΗ ακόμα σε σιωπή). Αυτή τη φορά είμαστε τυχερές, και μάθαμε από άρτι αφιχθείσα γειτόνισσα ότι είχε πέσει ένας στύλος και η ΔΕΗ τον επισκεύαζε από νωρίς. Περίεργες, πήγαμε να δούμε. Το θέαμα απίστευτο. Ενας τσιμεντένιος στύλος κομμένος ψηλά, σαν οδοντογλυφίδα ή σαν σπίρτο, με όλο του τον οπλισμό να εξέχει σα γυμνά νεύρα, ένας καινούργιος δίπλα του μόλις να έχει στηθεί (το τσιμέντο δεν είχε πήξει ακόμα) και τα καλώδια του σπασμένου στύλου να τα συγκρατεί ένας γερανός της ΔΕΗ. Κατάλαβα ότι είχαμε μέλλον ακόμα, παρότι ο τεχνικός μας είπε ότι σε τρείς ώρες θα έχουμε πάλι ρεύμα…

Στο σπίτι όλη η οικογένεια μαζεμένη στο τζάκι. Δεν είχε τη γιορτινή ατμόσφαιρα των Χριστουγέννων ή άλλων γιορτών, που μαζευόμαστε ‘για να είμαστε μαζί και να περάσουμε καλά’. Ηταν κάτι αλλιώτικο, μάλλον καταναγκαστικό, υπήρχε εκνευρισμός και βαρεμάρα. Εγώ συνέχισα να θέλω να ζωγραφίσω, αλλά αντ’ αυτού έφτιαξα τσάι στο νέο γκαζάκι. Η βιβλιοσκώληκας νεράιδα συνέχισε να θέλει να διαβάσει το βιβλίο της, και έριχνε τσαντισμένα βλέμματα τριγύρω. Ο σύντροφός μου έριχνε κλεφτές ματιές στις σημειώσεις του και παρατηρούσε τα τεκταινόμενα με βλέμμα ανεξιχνίαστο. Τα μικρά το χαβά τους. Να πούμε αστείες ιστορίες, να παίξουμε παιχνίδια ερωτήσεων, κάτι να κάνουμε όλοι μαζί πια!

Μετά από διαβουλεύσεις έριξα την ιδέα για αυτοκινητάδα – κάτι που δεν χαιρετίζεται με μεγάλο ενθουσιασμό από τα παιδιά μου γενικά. Μούγκρισαν, αλλά συμφώνησαν (η θέα του χιονιού είναι μέγα δέλεαρ). Βάλαμε ένα μεγάλο χλωρό ξύλο να καίει, και φύγαμε. Οι αλάνες και τα ξέφωτα της παλιάς Πεντέλης κάτασπρες και γεμάτες κόσμο που έπαιζε χιονοπόλεμο, και έφτιαχνε χιονάνθρωπους. Προσπαθώντας να βγούμε λιγάκι παραέξω, ο δρόμος ήταν κλειστός από την αστυνομία. Βρεθήκαμε σε ένα ωραίο αδιέξοδο, όμως. Βγήκαμε και παίξαμε μέχρι να παγώσουμε, και μετά βουρ πάλι μέσα στη ζέστη του αυτοκινήτου! Κάπου εκεί έπιασε επιτέλους ο καλός μου γραμμή στη ΔΕΗ. Στο γενικό τηλεφωνικό κέντρο έκτακτων αναγκών η τηλεφωνήτρια δεν ήταν ενημερωμένη για την περιοχή μας, μας διαβεβαίωσε όμως ότι μέχρι το βράδυ όλες οι βλάβες θα έχουν αποκατασταθεί! Τι ώρα, άραγε, να ήταν «το βράδυ», αναρωτηθήκαμε. Στο μεταξύ φτάσαμε πάλι σπίτι και ζεστάναμε παγωμένα χεράκια και ποδαράκια, και πάλι κουρνιάσαμε στη φωτιά. Το φως είχε πλέον πέσει. Ανάψαμε κεριά, λάμπες με μπαταρίες (του ικέα) τη λάμπα εκτάκτου ανάγκης, φαναράκια διάφορα που τα ανάβουμε συνήθως τα βράδια του καλοκαιριού… Το υπόλοιπο σπίτι όλο και κρύωνε.

Άλλη μια βόλτα να δούμε την πορεία των εργασιών στον πεσμένο στύλο. Δυό άνθρωποι ήταν ανεβασμένοι ψηλά και κάτι στερέωναν. Ητανε συναρπαστικό να βλέπεις το προσεκτικό κατέβασμά τους από τα ύψη. Με το απίστευτο κρύο αυτοί οι άνθρωποι δούλευαν άλλοι ψηλά στον αέρα που ξύριζε, άλλοι κάτω στις λάσπες και στα σίδερα. Ενιωσα θαυμασμό και ευγνωμοσύνη συγχρόνως. Το φορτίο του στύλου σε καλώδια και ασφάλειες είχε μεταφερθεί από το γερανό επάνω στον καινούργιο στύλο, και τέλειωναν (έτσι μου φάνηκε) οι τελευταίες τεχνικές λεπτομέρειες. Πλάι μας μαζεύτηκε ο ανδρικός πληθυσμός της γειτονιάς, μη έχοντας κι αυτοί τι να κάνουν, ανησυχώντας για το ρεύμα.

Πίσω στο σπίτι, αποφάσισα να φτιάξω άλλο ένα ζεστό στο γκαζάκι. Το ημίφως στο σαλόνι μαζί με τη φωτιά ενέπνευσαν επιτέλους μια πιο ομαδική ατμόσφαιρα. Τα παιδιά αποφάσισαν να παίξουν σε παντομίμα τίτλους ταινιών. Γέλιο, γέλιο, γέλιο, διαβουλεύσεις, ψου-ψου-ψου, μαντική και θεατρική αγωγή συγχρόνως! Αφού εξαντλήσαμε τις ταινίες πιάσαμε τίτλους ελληνικών τραγουδιών. Και μετά πιάσαμε το τραγούδι. Κάπου στις εννιάμιση το βράδυ ήρθε επιτέλους το ρεύμα. Εμείς όμως στο μεταξύ είχαμε γίνει ένα αγκαλιασμένο κουβάρι στον καναπέ, ζεσταίνοντας ο ένας τον άλλον, έχοντας περάσει ένα δωδεκάωρο διαρκώς μαζί, στον ίδιο χώρο, με όλη τη γκάμα των συναισθημάτων από εκνευρισμό έως τρυφερότητα μεταξύ μας, οι πέντε, μόνοι. Το μόνο που δεν συζητήσαμε ήταν το πόσο εξαρτημένοι είμαστε από τον ηλεκτρισμό, αλλά ίσως αυτό να μη χρειαζότανε συζήτηση. Το ζήσαμε. Αναμετρηθήκαμε ο ένας με τον άλλον και ο καθένας με τον εαυτό του. Σα να περάσαμε μία μέρα εκτός χρόνου.

(Για καλή τύχη των παιδιών, η επομένη μέρα είχε στρωμένο χιόνι, και τα σχολειά της Αττικής ήταν κλειστά! Μικρές διακοπές στη μέση του χειμώνα.)

1 σχόλιο:

  1. και του χρόνου.....!
    ίσως το μάθημα των εξαρτήσεων από το ηλεκτρικό ρεύμα, να έχει διδάξει όλους μας, παιδιά και μεγάλους.
    ίσως η εποχή επιστροφής στη συνεργασία με τη Φύση να έχει αρχίσει.
    ίσως τέτοια γεγονότα να αποτελούν για τον αστό των εξαρτήσεων ευκαιρίες αναμέτρησης με τον άγνωστο εαυτό του.

    ΑπάντησηΔιαγραφή